Friday, June 29, 2007

Μαύρης γενιάς γριές...

Θυμάμαι ένα τραγούδι, θά'ναι ίσαμε τριάντα χρονώ' τουλάχιστον. Όχι δεν θυμάμαι τίτλο, ούτε συνθέτη, καλά καλά δεν θυμάμαι ούτε τον τραγουδιστή. Το μέταλλο της φωνής μέσα μου θυμίζει μάλλον Αντώνη Καλογιάννη. Θυμάμαι και χρώμα πορτοκαλί στο χιλιοπαιγμένο 33άρι. Τίποτ' άλλο!
Ξινότυρα της Ελένης (από τα τελευταία)
Ένα τραγούδι λοιπόν ξεχασμένο που μιλάει για γριές. Τις πολύ σημαντικές γριές της ζωής μας:
"Γριές μην ξαποστάσετε,
μαύρης γενιάς γριές,
γριές μην πεθάνετε
γριές... γριές...
γιατί σαν πεθάνετε,
ποιός 'θε να πάει
στους μελλοθάνατους
ρούχο καθαρό"

Θα τον θυμάμαι τούτον τον Ιούνη. Που πήρε φόρα κι άρχισε να ξεπαστρεύει γριές και γέρους. Τί κι αν φύσηξε λίγο σήμερα το πρωί; Κι αν αύριο μας ζαλίσει το κεφάλι μελτεμάκι ζωογόνο...
Μου ζήτησε κάποτε η Fevis -για τις ανάγκες δημοσιογραφικής της δουλειάς σ' ένα περιοδικό- τις διευθύνσεις και τα τηλέφωνα γυναικών που φτιάχνουν καλά ξινότυρα, τυροβολιά και κοπανιστή στο νησί. Ήθελε σπίτια, όχι ψυγεία Σούπερ Μάρκετ... Δεν είπα. Σιγά μην έλεγα! Κι από τα πέντε-δέκα ξινότυρα, που φτιάχνανε τον μήνα οι μαλτέζικες κατσίκες της Ελένης, περιμένανε να χορτάσουν τρισχίλιοι αχόρταγοι παραθεριστές κι άλλοι τόσοι τυρεμπορευάμενοι του Πανελληνίου.
Σήμερα η Ελένη δεν υπάρχει πια. Ο φονικός Ιούνης που στοίχισε στο νησί έξι θανάτους και πέντε κηδείες μέσα σ' ένα τριήμερο, την πήρε μακρυά μας. Έμειναν πίσω οι μαλτέζικες, που καλό είναι πλέον να τις λογίζουμε ορφανές, κι ένα δεματάκι με ξινότυρα. Για τον Ηλία! Έτοιμα, τακτοποιημένα και καθαρισμένα...
Τυχερέ Ηλία, είχες πακέτο, μες στην ατυχία σου!
Λοιπόν, θα το ξέρετε ήδη, αλλά είναι μια καλή ευκαιρία να το θυμηθούμε:
Τα καλύτερα φτιάχνονται πια στις γειτονιές του Παραδείσου, κι όσοι έχουμε δίπλα μας μανάδες, γιαγιάδες, θειάδες, που κάνουν θαύματα με τα χεράκια τους, όσοι γνωρίζουμε γριές που χτίζουν μνήμες γευστικές στη γούλα μας, ας τις φυλάξουμε μέσα μας σαν φυλακτά κι ας ευχηθούμε να 'ναι γερές και δυνατές.
Υ.Γ. Χρειάστηκε, όσο έγραφα αυτό το σημείωμα, να γυρίσω πίσω και να διορθώσω τον αριθμό. Πέντε οι θάνατοι μες στους θανάτους...
Η καμπάνα της Πανάχρας αναγγέλλει ακόμα μια απώλεια.
Κάνε Θε' μου μην κηδέψουμε τ' απόγευμα της αντεριάς του σκάρου τη γλύκα, του λιαστού μπελτέ τη μοσχοβολιά, της κρεμμυδόπιτας το όμορφα γλινωμένο ταψάκι με λαρδί και άνηθο...

Labels: ,

Sunday, June 24, 2007

Του Άι-Γιάννη του Φωταριστή

(Παναχράντου 21 και Φουρνακίων - γωνία)
Σπάνια ένα τραγούδι έχει σημαδέψει τόσο ένα γεγονός. Έτσι ακόμα κι αν θες να απαντήσεις στο ερώτημα:
-Μα καλά τί 'τανε χτες και γιατί πηδάγατε πάνω από φωτιές;
Αρκεί να θυμήσεις:

Η σούστα πήγαινε μπροστά
κι ο μάγκας τοίχο τοίχο
δεν έτυχε στα χρόνια αυτά
τίποτα να πετύχω
Ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές
του Άη Γιάννη, αχ πόσα ξέρεις και μού λες
Αχ πόσα τέτοια ξέρεις και μού λες
που χουν πεθάνει.

Δήμος Μούτσης - Μάνος Ελευθερίου (για να μην ξεχνιόμαστε)
Ή να μιλήσεις για την Αργυρώ που ήταν αρχηγός και ...παλικάρι από τις παιδικές μνήμες του Λευτέρη Παπαδόπουλου και την έμπνευση του Γιάννη Σπανού:
Σάββατο κι απόβραδο και ασετυλίνη
στην Αριστοτέλους που γερνάς
έβγαζα απ' τις τσέπες μου φλούδες μανταρίνι
σου 'ριχνα στα μάτια να πονάς
Παίζαν οι μικρότεροι κλέφτες κι αστυνόμους
κι ήταν αρχηγός η Αργυρώ
και φωτιές ανάβανε στους απάνω δρόμους
τ' Άη Γιάννη θα 'τανε θαρρώ ...
Οι λουκουμάδες είναι το παραδοσιακό κέρασμα σε κάθε γιορτή στο νησί. Γιορτάζουμε έτσι κάθε χαρά και κάθε ευχάριστο μαντάτο. Έτσι και χτες η κυρα-Μαρία (που τη βλεπουμε πλάτη να πηδάει τη φωτιά) είχε μια πιατέλα λουκουμάδες για να γλυκάνει το δοντάκι μας και να μοιραστεί με φίλους και περαστικούς τη χαρά της βραδιάς. Απλή απλούστατη συνταγή σαν όπως σ' όλη την Ελλάδα φτιάχνουν οι νοικοκυρές τους λουκουμάδες της γιορτής.
Λουκουμάδες
1/2 κιλό αλεύρι
ένα καρύδι μαγιά (30 γρ.)
2 φλυτζάμια χλιαρό νερό
λίγο αλάτι
λίγη ζάχαρη
λίγο σουσάμι
μέλι
Ανακατεύουμε πολύ καλά τα υλικά μας -νερό αλεύρι, αλάτι, σε μια λεκάνη. Προσθέτουμε και τη μαγιά που έχουμε διαλύσει σε λίγο χλιαρό νερό. Αφήνουμε το μείγμα τουλάχιστον δυο ώρες για να ανέβει. Όταν είναι έτοιμο το μείγμα κάνει φουσκάλες. Βάζουμε κατσαρόλα ή τηγάνι στη φωτιά με μπόλικο λάδι να κάψει, βρέχουμε το χέρι μας και με το άλλο κρατάμε ένα κουτάλι. Με το βρεγμένο χέρι μας παίρνουμε μείγμα, το ζουλάμε έτσι να βγει από τη μια μεριά. Μαζεύουμε λίγο λίγο με το επίσης συνεχώς βρεγμένο κουτάλι τα κομμάτια που περισσεύουν και ρίχνουμε στο τηγάνι. Προσοχή μη στάζουν νερά στο καυτό λάδι.
Όταν ροδίσουν τους βγάζουμε από τη φωτιά και τους σερβίρουμε σε πιατέλα. Από πάνω χύνουμε μέλι και πασπαλίζουμε με κανέλα, λίγη ζάχαρη και σουσάμι.

Και του Χρόνου!!!

Labels:

Wednesday, June 20, 2007

δέκα (δε)κατα

Το "Νερό" είναι μια ιστορία που έτρεξε κατά τη διάρκεια της πρώτης φουρνιάς μεταναστών από τη γειτονική Αλβανία.
Το πλήρωμα του χρόνου το έφερε στην κατάλληλη ώρα, σα μια ελάχιστη υπενθύμιση πως η αστυνομία είναι ο πραγματικός τρομοκράτης, ο κύριος μηχανισμός που χρησιμοποιείται για να κουρελιάσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Το βίντεο του τμήματος Ομονοίας είναι βέβαια "Σινεάκ" προσχολικής αγωγής σε σχέση με την πραγματικότητα.
Ευχαριστώ τους συντελεστές του περιοδικού "δε(κατα)" που του έδωσαν την ευκαιρία να βγει από το συρτάρι.


Το νερό
στη Βασιλική
Η μέρα φάνηκε από το πρωί. Μια το φως να σου κάβει τα μάτια, μια η συννεφιά να σε σκοτεινιάζει. Ήταν μια μέρα του Μάη που ζούσε λάθος μήνα. Κρεμασμένοι στο καρφί, λοξά πάνω από την πόρτα ή με στεφανωμένο τον γλόμπο πάνω από το φεγγίτη, μόνο οι «μάηδες» σηματοδοτούν τον χρόνο. Κυριακή! Η μέρα που οι Αγγλοσάξωνες αναζητούν τον ήλιο. Μέρα του ήλιου, Sunday. Κυριακή της οικογένειας, της εκκλησίας, του ωραίου ψητού με το δεντρολίβανο, του καφενείου, της κυριακάτικης Καθημερινής.
Απ' το πρωί ο δήμος δεν είχε νερό. Πίναμε καφέ με την τσίμπλα στο μάτι. Καθυστερούσαμε με την ελπίδα να 'ρθει το νερό πριν πάμε για δουλειά. Αλλά σήμερα δεν έφταιγε ο δήμος για την καθυστέρηση. Δεν ήτανε η απλυσιά, μα του καιρού τα τερτίπια που βάραιναν πιότερο στην συννεφιά κι έλειπε η όρεξη. Αλλά η δουλειά δουλειά, κυριακάτικο. Μας έβγαλε έξω με τα μαύρα παλιομοδίτικα γυαλιά τα ρέιμπαν, που τ' άφησε ο ξένος πέρυσι στο μαγαζί και δεν γύρισε να τα ψάξει. Καλή του ώρα, κάτι τέτοιες μέρες, πολύ χρήσιμα φαινόταν. Μα σήμερα τα ρέιμπαν κρύβανε και το κοκκινόχωμα που είχε καλύψει τα σπίτια, τους δρόμους, τ’ αυλιδάκια. Οι νοικοκυρές είχανε βγει στο δρόμο, ρίχνανε νερά στις αυλές να ξoρκίσουνε το κακό. Παλιά συνήθεια στο νησί. Στο ανέκαμα της βροχής και πιότερο άμα απόβρεχε, ρίχνανε νερά να καθαρίσουνε οι γλισιασμένοι δρόμοι. Ιδιαίτερα εκείνο το κόκκινο χώμα που λένε πως έρχεται από την Αφρική κι αφήνει πάνω στα σπίτια και στις αυλές κόκκινη ανεξίτηλη πούδρα. Σπιλώνει το άσπρο, ματώνει τα μάτια των ανθρώπων. Πήγε τσάμπα το άσπρισμα, χαράμι... Η Χώρα και τα χωριά χάσανε την ασπράδα και την πάστρα που αντιφέγγιζε στον ήλιο.

Δεν φάνηκε τίποτα πίσω από τα μαύρα γυαλιά. Με βαρυγκώμια βγήκαν οι ταμπλάδες. Δύσκολες ήτανε οι καλημέρες των γειτόνων. Και δεν ήτανε από τα πρησμένα μάτια το κακοχαιρετισιού παρά από του καιρού το παιζογλάντι που αρρώσταινε τον κόσμο. Ευέξαπτοι, κακοχαιρέτιστοι, κακοδούληδες, κοιτάζονταν ανήμποροι να εξηγήσουν το γιατί συνέβαιναν τα πράγματα.
Εκείνη την Κυριακή ήταν που εμφανίστηκαν ξαφνικά σπασμένα γυαλιά στους δρόμους, λασπουριά, ακαθαρσίες, μερεμέτια, ξεχασμένα πάθη, ξεχασμένοι εαυτοί, διαμαρτυρημένα γραμμάτια στις σχέσεις με τον γείτονα. Συννεφιασμένη Κυριακή, που όλα τα σκιάζεις κι όλα τα σκαλίζεις, αχ ...μοιάζεις με την καρδιές των ανθρώπων, πάλι αχ! Το παραμιλητό ήτανε τραγουδιστό κι έμοιαζε από βαθιά να βγαίνει ετούτο το παράπονο.
Βγήκε ωστόσο ο ήλιος. Αλλάξανε έκφραση τα πρόσωπα των ανθρώπων. Ήταν για λίγο μόνο, αλλά αρκετό για να καταλάβουμε πως ήταν του κακού καιρού το καθρέφτισμα στην ψυχή μας, που έκανε να τα βλέπουμε όλα μ' άλλο μάτι. Και τί έγινε αλήθεια, που πλυθήκαμε με νερό από τα Τζουμέρκα; Στο νησί, οι άνθρωποι της Χώρας έχουν αυτή την πολυτέλεια. Μπορούν να επιλέγουν το εμφιαλωμένο τους. Και την περασμένη Τρίτη τα ίδια δεν είχαμε; Και τις μέρες του Πάσχα. Κι όταν είχαμε τον εμικρό με πονόκοιλο. Και τον Μάρτη τα ίδια... Αμέ οι χάντρες από τα σπασμένα ποτήρια; Και η λασπουριά, οι ακαθαρσίες και του γείτονα τα γέβεντα... Σιγά το παρθεναγωγείο! Μη μαγαριστούνε τα χαλιά! Στιγμιαία αναλαμπή στην ψυχή μας, ένα κρυφό γελάκι, όλα έβαιναν καλώς, κάναμε και σεφτέ, ανακαλύψαμε και πως δεν ήρθε δα τ' απάνω κάτω. Αύριο θα ήταν όλα όπως πρώτα. Τί αύριο; Σήμερα κιόλας, να δεις θα βγει ακόμα πιο λαμπερός ο ήλιος. Θα μαλακώσει η ψυχή των γειτόνων. Θα νοιώσουμε την αλαφράδα της άνοιξης στα σκουριασμένα μέλη μας. Γιατί, να δεις, που παρά το γεγονός ότι δουλεύουμε Κυριακάτικο, αθρώποι είμαστε κι εμείς κι ας νοιώσαμε σφιγμένοι σαν υποζύγια πρωί πρωί. Ο ήλιος βγήκε κι έλαμψε τόσο όσο για να καταλάβουμε, όσοι καταλάβαμε, πως έχει κι αυτός δικαίωμα να παίζει και να αλλάζει διάθεση. Αν αυτό αντανακλά και στων ανθρώπων τα κέφια αυτό ας το αναλάβουν οι ίδιοι. Αλλά κι αυτοί που είπανε πως «στων αμαρτωλώ' την Χώρα, το Μαγιάπριλο χιονίζει» κάτι θα ξέρανε κι άπο αμαρτίες κι από Μαγιάπριλα.
Λάμψανε οι αυλές και οι δρόμοι μπροστά στα σπίτια όσων είχανε δεξαμενές στις ταράτσες. Με το που έκαμε πως σταματά η βροχή, να, να, να... με σκούπες, χλωρίνες, νερά, φέρανε σε κατάσταση τη γειτονιά. Σε λίγο βγήκανε κι άλλοι, κι από τις κάτω γειτονιές κι από ψηλά στο Βαστάο και στον Καράμπαμπα. Τρέξανε για λίγο μοσχομυριστά λαγκαδάκια και λίγο ο ένας, λίγο ο άλλος το νησί χαμογέλασε. Και τα μαγαζιά δεν χάσανε την ευκαιρία.
Όχι δεν έριξε κανείς εμφιαλωμένο γι αυτή την υπόθεση. Κι ο ήλιος που συμμάχησε για λίγο με τους κατοίκους της μικρής μας πόλης, μόλις στέγνωσε τις πλάκες, χώθηκε ακόμα πιό βαθειά πίσω από γκρίζα σύννεφα. Πάνω που πήγε το νησί να 'ρθει στα συγκαλά του, η μέρα μουντή και κακομούτσουνη συνέχισε το βιολί της. Κατεβάσανε πάλι της ψυχής τα ρολά οι ανθρώποι. Σε λίγο αρχίσαν να μυρίζουν τα ψητά, κόντευε μεσημέρι. Έβγαινε η μοσχοβολιά του δεντρολίβανου από τους αεραγωγούς στα στενά δρομάκια και η υγρασία την κόλλαε κάτω στα πλακόστρωτα. Ήταν μια νότα ευχάριστη η ξαφνική αυτή ενεργοποίηση των σιελογόνων. Η Αδαμαντία είχε σήμερα σ'κωταριά να τηγανήσει. Άρεσε του αντρούς της. Παρέμενε όμως από το πρωί ανήμπορη να κάμει δουλειά στην κουζίνα. Δίχως νερό; Μήτε του μωρού το γάλα να ετοιμάσεις, όχι τα σ'κώτια να πλύνεις. Σιδερώνοντας και μπαλώνοντας ρουχομάνι μεσημέριασε. Ήτανε και το μωρό στην κούνια, κι η μέρα, καλημέρα-καλησπέρα. Πιότερο όμως είχενε έγνοια να 'ρθει το νερό να πλύνει τ' αυλιδάκι της και το δρόμο μπρος στην πόρτα της. Τις άκουε τις γειτόνισες με το φουρ φουρ της σκούπας, μα εκείνη πού να βγει στο δρόμο. Ο δικός της ο σπιτονοικοκύρης δεν είχε φροντίσει στο φτωχόσπιτο να παράσχει την πολυτέλεια μιας δεξαμενής στην ταράτσα. Περίμενε λοιπόν τον δήμο και κάθε τόσο πήγαινε στη βρύση, αλλά μήτε σταγόνα.
Μεροκαματιάρηδες στο νησί, ο άντρας της κι εκείνη κι όλο το σόι, δεν το χαν εύκολο το εμφιαλωμένο. Και την Πίνδο εκείνη τη θυμάται από παιδί. Μόνο που της έλαχε να τη βλέπει με την φαντασία της να ορίζει στον Νοτιά τον ορίζοντα της νιότης της. Και πίσω από τις πρώτες κορφές, τα παραμύθια της γιαγιάς είχανε μέσα τους τις νύμφες των νερών. Όμως εκείνη δεν είχε ποτέ το ελεύθερο να πιεί νερό απ' τις πηγές της. Γιατί τα Τζουμέρκα τα όριζε ο χάρτης από 'δω και το χωριό της από 'κεί. Κι αλίμονο δεν ήταν τρόπος να περάσεις τα βουνά.
Πάνε έξι χρόνια, που της τηλεφώνησε ο άντρας της, πως θα τηνε περιμένει να περάσει το σύρμα. Εκείνος είχε λέει βρει τον τρόπο και τον τόπο να σταθούν στα πόδια τους. Κι ας λογιζόνταν ξενιτειά, κι ας ήτανε πατρίδα των γονιών τους τούτη η χώρα. Βρεθήκανε στο βουνό, κυλήσανε λαγκάδια, πήραν ανηφοριές, διαβήκαν δημοσιές, ρουμάνια, δάση πυκνά, τη νύχτα κάνανε μέρα και τ' ανάποδο. Ώσπου φτάσανε στην πολιτεία και πλύνανε τον πισινό της μικρής για πρώτη φορά στις δέκα μέρες με νερό της βρύσης. Και χαμομήλι έβρασε η συννυφάδα της για την αβάφτιστη ακόμα τότε Αρχοντούλα που είχε συγκάψει. Και να δεις κλάμα η Αδαμαντία για τούτη τη μικρή. Μωρό παιδί βυζανιάρικο με το κωλάκι του φωτιά. Και πού νερό να πλένεις κώλους. Εδώ καλά καλά και που περπατούσανε οι ανθρώποι και που βρίσκανε κανένα χριστιανό με φορτηγό να πληρώσουνε για λίγα χιλιόμετρα προς τα κάτω το 'χανε σε μεγάλη υποχρέωση. Όλο στα ποτάμια και τις λάκκες πλενότανε μικροί μεγάλοι και το κρύο να μην υποφέρεται. Φτάσανε όμως κι άμα τακτοποιήσανε κάτι μικροδουλειές φύγαν από της συννυφάδας το σπίτι για το νησί.
Εδώ να σ' έχω. Και που 'χε δει θάλασσα, δεν την είχε ποτέ της ταξιδέψει. Με σφιγμένη την καρδιά και φόβο, διάβηκε την μπουκαπόρτα του βαποριού κι ανέβηκε. Τα μάτια χαμηλωμένα. Μπρος ο άντρας της με τη μικρή, πίσω εκείνη. Κουβέντα δεν αλλάξανε ώσπου να βολευτούνε. Είχανε λογαριάσει από Ραφήνα το ταξίδι, με χιονιά. Να 'χουνε μαϊνάρει λίγο τα πολλά ψαξίματα. Να φτάσουνε νύχτα... Και φτάσανε! Και με το που ξημέρωσε η άλλη μέρα στου αδερφού της, είδε μπροστά της τη Χώρα. Ολόλευκη, να σου καίει το μάτι, λαμπερή που τέτοιο πράμα δεν είχε δει ποτέ της η Αδαμαντία.
-Ώρε άντρα, τί 'ναι τούτο;
-Κι ακόμα πού 'σαι..., μουρμούρισε εκείνος κι έφυγε για το μεροκάματο.
Σαστισμένη η Αδαμαντία γύρεψε κουβέντα με τη νύφη της. Κι έμαθε πως τούτος ο τόπος ήτανε ευλογημένος. Είχε δουλειές και βολευότανε πολύς κόσμος. Είπανε για γνωστούς, που βρισκότανε στο νησί. Είπανε και για τις ντόπιοι πως διαφεντεύουνε καλά τον τόπο τους, πως είναι προκομμένοι και καθαροί. Πως θέλει προσοχή, γιατί ποτέ δεν ξέρεις κι αλίμονο μπορεί να πέσανε σ' αφεντικά καλά, μα δεν ήτανε λίγοι εκείνοι που 'χαν κακοπάθει. Και το κυνηγητό ήτανε συχνό, μα το 'χαν συνηθίσει. Άμα η μοίρα ορίζει σου να τρέχεις, τρέχεις, κι ας ματώνει σου η ψυχή. Τα παιδιά όμως κι ας μη το δείχνουν, μεγαλώνουν με το φόβο, γιατί πολλά ακούνε...
Σαν ήρθε το νερό του δήμου ακούστηκε ένα χαρχαλητό σα να 'ρχεται θεριό δαιμονισμένο. Τραντάχτηκε η βρύση. Βγήκε στην αρχή λασπόνερο, μια μούργα, ύστερα ένα πράμα σα σκοτωμένο κρασί κι ωσπου να ρίξει τα σ'κώτια στη λεκάνη είπε να καθαρίσει λίγο. Τα ξέπλυνε καλά καλά, τ’ άφησε να στραγγίξουνε και βγήκε με τη σκούπα και τον κουβά στο δρόμο. Ήταν μεσημέρι. Έκαμε τη δουλειά της όμορφα και με καλή διάθεση. Έριξε νερό κι έπλυνε γύρω. Αυλή, σκαλάκια, τοίχοι,δρόμος... Άστραψε και το δικό της λιγοστό κομμάτι. Έσπρωξε και τα νερά να πάνε παρακάτω, όσο της επέτρεπε το μωρό το βυζανιάρικο. Γιατί μωρομάννα αυτή, πού να ξεμακρύνει. Κι η «μεγάλη» της, μικρή ήτανε. Άντε φέτο θα κλείσει τα εφτά. Τί εμπιστοσύνη να 'χεις σ' ένα παιδί στα χρόνια της Αρχοντούλας.
-Μώρη Αρχόντω, στο μωρό τα μάτια σου, φώναζε κάθε τόσο στη μικρή που μπρόβελνε στην πόρτα. Και γύρναε πίσω στο μωρό η Αρχόντω και δόστου φουρ-φουρ με τη σκούπα να μπαλεύει η Αδαμαντία. Ώσπου κρέμασε τη σκούπα στο καρφί, έβαλε τον κουβά στο αποχωρτήριο και πήγε στην κουζίνα. Αλλά δεν πρόλαβε η γρουσούζα. Φουριόζος ήρθε τον ανήφορο ένας μαγαζάτορας από την κάτω γειτονιά κι από τα λόγια που είπε το 'νοιωθες πως είχε πολύ νευριάσει. Τα 'βαλε με την Αδαμαντία, που θυμήθηκε λέει μεσημεριάτικο να ρίξει νερά στο δρόμο και να μαζευτεί η λασπουριά στο μαγαζί του μπροστά. Αλλάξανε κουβέντες, γιατί κι ο ένας δίκιο κι άλλος δίκιο. Μα πιό πολύ που το 'χασε το δίκιο του όποιος μίλησε άσχημα κι αντί να τα βάλει με τη διακοπή του νερού και τον κακό καιρό τα 'βαλε με τη γυναίκα. Εκείνη τί άλλο «σ' έναν τόπο ήμουνα κι ό,τι εκάναν ήκανα». Δηλαδή τί έπρεπε τώρα; Και του τα 'πε, πως βρέχει όλη νύχτα κοκκινόχωμα και πως έπρεπε να πλυθεί και το δικό της κομμάτι, μα ο Δήμος... Κι ο άλλος, τούρκος... να μην ορίζει τα λόγια του. Μίλησε για αστυνομία, είπε κι άλλα απειλητικά κι έφυγε τρεχάτος μ' ένα «τώρα θα σου δείξω εγώ». Κατηφορίζοντας πάλι ακούστηκε μέσα σε παραλήρημα να εκστομίζει την κουβέντα που ήχησε σαν καμουτσικιά στ' αυτιά της Αδαμαντίας: «...στην αστυνομία!»
Βγήκανε οι γειτόνισες είπανε δυο κουβέντες ζεστές. Είχανε όλες άλλωστε, η μια μετά την άλλη, ρίξει νερά, αλίμονο... μια τέτοια μέρα... Μώρ' Αδαμαντία, μήν του συνερίζεσαι...
Ακούστηκε ένας λυγμός. Η σκέψη πήγε πρώτα σε πληγωμένο ζώο που προσπαθεί να μουγκρίσει και δεν μπορεί. Γύρισαν όλοι προς τα 'κει. Ακούσαν όλοι το μουγκρητό του πόνου που χρωμάτιζε πάλι το στενό. Τρεμουλιαστό χωρίς να μπορείς να πεις αν βγαίνει από ανθρώπου στόμα για από ζωντανό. Είδανε και το παιδικό κορμάκι να σιέται ολόκληρο. Σαστίσανε όλοι με τούτο το ξαφνικό που έπιασε τη μικρή. Τρέξαν κοντά. Τί τρέχει... Το παιδί... Ώρε κόρη, τί είναι; Μίλα! Μη να σε πείραξε κανένας;
Γρύλλιζε η μικρή και μέσα από αναφιλητά μπόρεσε να ψελλίσει:
-Φφφοβάμαι, μανούλα μου φο...ββββάμαι. Κι έκλαιε σαν όπως κλαίνε τα παιδιά του κόσμου όταν τους συμβαίνουν πράματα που τους κόβουν την ανάσα. Και την έχανε την ανάσα της η μικρή που μεγάλωνε στη γειτονιά μας σαν παιδί. Κι είχε μέσα στην ψυχούλα της ριζωμένο τον φόβο.
-Να μη φοβάσαι! Σύρε στο σπίτι... Η Αδαμαντία προσπαθούσε να συνεφέρει τη μικρή που είχε γίνει το προσωπάκι της πανί απ' το φόβο και το τρέμουλο.
-Φφοββάααμαι, θα μας διώξουνε νφ...νφχ.. από το σπίτιτι μας ... η αστυνομία...
Μπήκε στη μέση η γειτονιά να συνεφέρει τη μικρή Αρχοντούλα, κάποιος της έφερε λίγο νερό να πιεί να βρει τη μιλιά της. Ήπιε η μικρή, βρήκε το χρώμα της. Αγκάλιασε τη μάνα της. Μπήκαν κι οι δυό αγκαλιασμένες στο σπίτι. Μείναμε αμίλητοι για λίγο οι γειτόνοι. Δεν το 'χαμε ποτέ μας νοιώσει ετούτο το ξαφνικό. Και ήτανε μάθημα από τα λίγα. Που το 'χε δώσει στους ανθρώπους ένα κορίτσι τόσο δα μικρό σαν πουλάκι. Που έχει τον φόβο στην καρδούλα του κι ας τραγουδάει, κι ας κλαίει κι ας γελάει.
Σε λίγο η μυρωδιά της τηγανητής σ'κωταριάς έφερε νέα αναστάτωση στη γειτονιά. Αναστάτωσε σιελογόνους, σκόρπισε τις σκέψεις των ανθρώπων στον αέρα. Μοσχοβόλησε η γειτονιά κι αναστενάζαν κάθε τόσο οι περαστικοί. Ο ουρανός καθρέφτιζε θλίψη και κάποιος είπε πως τέτοια μέρα ηλεκτρίζονται οι καρδιές των ανθρώπων. Λένε κουβέντες κι αν δεν ήτανε τα παιδιά να κρατούν την ισορροπία του κόσμου θα είχαμε πάει χαμένοι για χαμένοι.


Σημείωση: Δημοσιεύεται στο, αφιερωμένο στο διήγημα, τεύχος αρ. 10 του περιοδικού "δε(κατα)"- Ιούνιος 2007, στην ενότητα "Ένας μικρός φάκελος από τη Μύκονο".
Συμμετέχουν, με φωτογραφίες η Πανωραία Γαλατά
και με κείμενα οι:
Παναγιώτης Κουσαθανάς, Φρατζέσκα Χανιώτη, Δέσποινα Νάζου, Νίκος Κουσαθανάς και Δημήτρης Ρουσουνέλος.
Εμού του τελευταίου η συμμετοχή αφορά σε μια ιστορία πέρα για πέρα αληθινή.

Labels:

Monday, June 18, 2007

Μαγιάτικου εξάψαλμος. Έξοδος! 6/6

Τω καιρώ εκείνω (που λες αγαπητέ Άχταπε), που δένανε τα μαγιάτικα με αλυσίδα από ψιλό γαριδάκι και τα σκυλιά με τα λουκάνικα, κόβαμε μουρέλα το ψάρι και το στέλναμε στο φούρνο σκορδορίγανη, στη σχάρα λαδολέμονο με πατζάρι και πατάτα, στην κατσαρόλα για πλακί ή αλα σπετσιώτα.

Από τότε πέρασαν χρόνια κι άλλα χρόνια. Φτάσαμε εκτός από τη δικιά μας γούλα να πρέπει να ξεγελάσουμε και της Μάρως. Σα σχολείο ένα πράμα (σα να πρέπει να μάθουμε τη Νίνα να τρώει ψάρι). Αμ έπος στα εύκολα λοιπόν.
Από τα ρηχά ξεκινώντας, με το μόλις διακρινόμενο τσιμπίδι (όχι αυτό που τσιμπολογάτε τα φρύδια σας οι κυρίες) ούτε κι αυτό που γυρνά τις μπριζόλες ο Κοπολόζος... υπάρχει -το βλέπεις ήδη Κωστή- ειδικό εργαλείο που κάνει καλά τη δουλειά του, τα μικρά κοκαλάκια (βλέπε άνω αριστερά) τα αφαιρούμε ένα προς ένα προσεκτικά. Τα ανακαλύπτουμε εύκολα εμείς οι άρρενες. όπως ανακαλύπτουμε τα αξύριστα σημεία του προσώπου μας μ' ενα χάδι στα κόντρα. Τσιμπάνε!

Εδώ σαν σε ανοικτό βιβλίο βλέπετε τις σημειώσεις εμού του ιδίου. Με ένα κλικ επί της φωτογραφίας μάλιστα θα διακρίνετε εύκολα πως η πλευριά ή μήπως θα έπρεπε να πούμε η ...λούζα του μαγιάτικου εκουκκίσθη χοντροπίπερο ποικίλου χρωματολογίου (που θα το ζήλευε και η Χρωτεχ), αλάτι γουρνίσιο (ναι ναι fleur du sel de Mykonos!!!), χοντρό φιλεταρισμένο σκόρδο, λίγη ρίγανη, σταγώνες ελαίου (εδώ τρώγομαι να προσθέσω κι ότι άλλο επιθυμεί η γούλα υμών των καλλιτεχνών, αλλά συγκρατούμαι)

Μην εξηγούμε τα αυτονόητα καθότι ανοιχτό βιβλίο είναι πια η ζωή του (ας θυμηθούμε) δυομισόκιλου μαγιάτικου, που παίχτηκε σε τρεις γαστριμαργικές πράξεις μοιρασμένες σε έξι ψαλμούς.

Σώσον Κύριε...
Κλείνουμε το βιβλίο μας, να κάπως έτσι ΚΚμοίρη (κι ευχαριστώ για την αναφορά στην κακαβιά) πράγμα το οποίο πλέον μπορείς να εφαρμόζεις και με λυκουρίνο (και κουβέντα στον Αλέξανδρο).

Κλείνουμε πανταχόθεν και αφήνουμε το χρόνο να δουλέψει υπέρ μας και υπέρ του ιχθύος βεβαίως, σε ένα ήσυχο σημείο του ψυγείου μας. Προλαβαίνω εδώ την ερώτηση της προσφιλούς Μαρίνας λέγοντάς της ότι αποβραδίς ως το πρωί μια χαρά το βρίσκω, αλλά και παραπάνω δεν θα με χαλάσει από πλευράς χρόνου.

Από κει και πέρα τα πράγματα είναι απλά. Αν γλυτώσει το μαγιάτικο και δεν γίνει μεζεκλίκι πριν μπει στην κατσαρόλα, τότε το αντιμετωπίζουμε, όπως επιθυμεί η καρδούλα μας, μαγειρεύοντάς το με χίλιους τρόπους, καλά να 'μαστε.

Η δικιά μου εκδοχή, εκείνης της μέρας (βλέπε: "Μαγιάτικο λαχτάρησα" της 23ης Μαΐου), ισορρόπησε στην ακμή του ξυραφιού, ανάμεσα σ' ένα μπιάνκο Κορφιάτικο κι ένα αγαπημένο πλην τίμιο πλακί και βεβαίως τίποτα από τα δυο δεν έγινε, αφού οι ισορροπίες για να σταθούν χωρίς επικίνδυνα μπουντέλια και ακροβατισμούς, στέκουν κάπου στη μέση και το μόνο που διεκδικούν είναι ένα επιφώνημα επιδοκιμασίας από την πεντεμισάχρονη!

Εκτελεστικό!

Κόβουμε 5-6 κρεμύδια σε ροδέλες.
Κόβουμε 8 μέτριες πατάτες σε ροδέλες.
Λαδώνουμε ταψάκι, στρώνουμε κρεμύδια, δεύτερη στρώση οι πατατούλες, αλατίζουμε, πιπερώνουμε, προσθέτουμε ένα κρασοπότηρο νερό και ψήνουμε σκεπασμένο για 15 λεπτά. Κουνάμε λίγο το ταψί να μην κολήσουν τα υλικά μας.

Προσθέτουμε το ψάρι μας σαν πανωσήκωμα πάνω στο διόροφο κρεμμυδοπατατοκτίσμα μας, προσθέτουμε νεράκι αν κρίνουμε ότι χρειάζεται, αλατίζουμε ελαφρά το ψάρι και ψήνουμε πάλι σκεπασμένο επί 6-7 λεπτά.

Γυρίζουμε το ψάρι, κουκίζουμε ρίγανη, προσθέτουμε λίγο λάδι. στήβουμε ένα λεμόνι σε όλο το φαγητό μας και ψήνουμε ξεσκέπαστο για 4-5 λεπτά ακόμη.
Οι χρόνοι ψησίματος είναι σχετικοί μιας και εξαρτώνται από το ψάρι και τη θερμοκρασία που ισορροπεί ο φούρνος μας. Εμένα έμαθε πια κοντά στους 200, όπως ακριβώς έμαθε η γούλα μου να μην τρώει το ψάρι στεγνό από τους χυμούς του.
Σερβίρουμε!

Υ.Γ.1 Το βράδυ -εκείνη για την οποία μαγειρεύει ο...χαζοπατέρας- ζήτησε για πρώτη φορά στη ζωή της να ξαναφάει το μεσημεριανό φαγητό. Βολεύτηκε με δυο στυλωτικές φέτες ψωμί με λάδι και μπελτέ και πήγε εξίσου ευχαριστημένη για ύπνο.

Υ.Γ.2 Αλέκο επειδή σε πλέπω να την κάνεις την πατάτα, η συνταγή αυτή δεν έχει εφαρμογή με ...ψαρονέφρι. Επίσης αν σπάσει ο διάολος το ποδάρι του και ξεπέσεις σε ψάρι να θυμηθείς: ΤΗ ΜΕΜΒΡΑΝΗ ΔΕΝ ΤΗΝ ΨΗΝΟΥΜΕ.

Υ.Γ.3 Μπαμπάκη, ξέχασα κάτι;

Labels: ,

Friday, June 08, 2007

Μαγιάτικο - γεύση θυσίας! (5/6)

Ένα καλό κορίτσι μ' έμαθε τελευταία να οικονομώ χρόνο και μεζέ για να βρέχω με λίγη σούμα τα μαγειρέματά μου. Από τότε τα ευχαριστιέμαι στο πολλαπλάσιο και έχω την αίσθηση πως τα ευχαριστιούνται κι όσοι μοιράζονται μαζί μου την κατσαρόλα. Για το τελευταίο όρκο δεν παίρνω.
Συνεχίζουμε σήμερα αγαπητοί εν Blogger αδελφοί, υμών τε και των της κούρσας word press και απάντων των υπολοίπων e-δογμάτων συμπεριλαμβανομένων με τη συνέχεια της θυσίας του προοικονομηθέντος και μη εισέτι ησυχάσαντος μαγιάτικου.

Μιά εικόνα χίλιες λέξεις λένε!

Αυτά αριστερά θα τα καλούμε εις το εξής παστρίδια τα οποία και αφιερώνουμε στον kostis-b, που είχε και την απορία του πράγματος (βλ. παλαιότερα σχόλια επί σχολίων ).
Πάμε λοιπόν!
Εκ της κατά Δημήτριον -Ρ. μαγιατικιάδας το ανάγνωσμα.
Πρόσχωμεν!

Έχουμε, κατά τα γνωστά, φιλετάρει τυχόν φέρον το όνομά μας μαγιάτικο δυομισόκιλο. Από το κάθε φιλέτο αφαιρούμε ό,τι πιστεύουμε πως περισσεύει, ώστε να δώσουμε το καλύτερο σχήμα. Προσωπικά κόντυνα και στένεψα, σχεδόν "τετραγώνισα" τα φιλέτα. Στη συνέχεια βάζουμε τα παστρίδια σε μέγεθος μπουκιάς σε γυάλινο βάζο με αλάτι χοντρό, πιπέρι φρεσκοκοπανισμένο, σκόρδο, λάδι, μια πιπεριά καφτερή. Σφραγίζουμε το βάζο, χτυπάμε σα να φτιάχνουμε φραπέ και αφήνουμε για λίγο στο ψυγείο.
Να έτσι Κωστή, χάρισμά σου μια ματιά αφ' υψηλού!
Σ' αυτή τη φάση αν μας βρίσκεται Ζαμπέτας παίζει, ειδάλλως μπορούμε να αρχίσουμε τους ψαλμούς και τις δεήσεις.
Ω, σοφά τεμαχισμένο και θείον μαγιάτικο, "καθαρίσῃς ἡμῶν τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώματα ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, καὶ δῴης ἡμῖν ἀνένοχον καὶ ἀκατάκριτον τὴν παράστασιν τοῦ ἁγίου σου θυσιαστηρίου. Χάρισαι δέ, ὁ Θεός, καὶ τοῖς συνευχομένοις ἡμῖν προκοπὴν βίου καὶ πίστεως καὶ συνέσεως πνευματικῆς· δὸς αὐτοῖς πάντοτε μετὰ φόβου καὶ ἀγάπης λατρεύειν σοι, ἀνενόχως καὶ ἀκατακρίτως μετέχειν της αγίας και ..."νοστιμοτάτης σου σαρκός και των παστριδίων σου με παγωμένη σούμα ἀξιωθῆναι.
Σερβίρουμε στο πιάτο, κουκίζουμε χοντροξυμένο ξύσμα λεμονιού και στήβουμε μπόλικο λεμόνι, ενώ -όσοι ενθυμείστε καλώς ενθυμείστε- βράζει η κεφαλή στον κάκαβο με την ουρά και τα κρεμυδοπατατοσέλινα της σούπας μας, ...τὸν ἐπινίκιον ὕμνον ᾄδοντες, βοῶντες, κεκραγότες καὶ πίνοντες...

Labels:

Tuesday, June 05, 2007

Περιβάλλον: χάριν των ξένων ξενιστής.

Το καλοκαίρι του 1936 ο Γιώργος Σεφέρης έγραφε έναν στίχο που έμελλε να σημαδέψει τη γενιά του:
«Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει».
Μ’ αυτή την κληρονομιά πορευτήκαμε οι νεώτεροι. Συχνά μας πλήγωνε η υπερβολή, η ασέβεια, η ασυνέχεια, η έλλειψη παιδείας, η κουτοπονηριά, το δαιμόνιο της φυλής, η αποθέωση του άρπα-κόλα, το ράβε-ξήλωνε και κυρίως ο πολιτικαντισμός, τα συμφέροντα και το ρουσφέτι, οι κύριες αιτίες κακοδαιμονίας.
Μια σπάνια φωτογραφία από τα μέσα της δεκαετίας του '60.
Ο κάμπος του Ομβροδέκτη - σημερινό αεροδρόμιο Μυκόνου.
Μεγαλώσαμε με τον μύθο του «ομφαλού της γης». Στον τόπο δεν χάρισαν φυσικούς πόρους οι θεοί. Τον προίκισαν όμως με σπάνιες ομορφιές και μια διαμόρφωση περιβάλλοντος που συνέβαλε στην ανάπτυξη ενός σημαντικού πολιτισμού. Όσοι προηγήθηκαν πορεύτηκαν, με ήπιες δράσεις, μια φιλοσοφία και μια πρακτική που είχε γνώμονα τον άνθρωπο. Όχι τον άνθρωπο μονάδα, αλλά τον άνθρωπο κοινωνικό ον, τον πολιτισμένο. Αυτόν που γνωρίζει πως είναι περαστικός από τον χώρο και οφείλει να τον παραδώσει καθαρό, φιλόξενο, λειτουργικό, όμορφο. Δηλαδή με περιβάλλον αρμονικό, φύση που συνομιλεί με τον άνθρωπο, δίνει ζωή, παίρνει αγάπη και προστασία.
Σήμερα ο τουρισμός έχει αναχθεί σε κυρίαρχη, αν όχι τη μόνη, βαριά βιομηχανία, με κύκλο εργασιών τεράστιο κι εκατομμύρια εμπλεκομένων. Επενδυτές, επαγγελματίες, εργαζόμενοι, νοικοκυριά, εξαρτώνται άμεσα είτε έμμεσα, από την καλή πορεία της στατιστικής των αφίξεων και του κατά κεφαλήν εισρέοντος ευρώ.
Ο τουρίστας στην Ελλάδα ζητά αυτό που ζήταγε πάντα. Τη μεγάλης διάρκειας ηλιοφάνεια, τα δροσερά βραδάκια, το λαμπερό τοπίο, τη ζεστή και συνάμα δροσιστική και καθαρή θάλασσα, τις όμορφες ακτές, την ξανθιά σπυρωτή άμμο, τα ψαροκάικα, την αρμονία του φυσικού περιβάλλοντος, τον γαλανό ουρανό, τη γλυκύτητα των ανθρώπων, το καθαρό τους βλέμμα, το αίσθημα φιλοξενίας, την ιστορία και τα μνημεία, τον πολιτισμό που διαχέεται σε όλη την ελληνική γη, που βοήθησε κάποτε να φωτιστεί η οικουμένη, που πότισε και ποτίζει τις καρδιές των ταξιδευτών. Αυτά κάνουν τον τόπο ξεχωριστό και ανταγωνιστικό στην τουριστική Αγορά. Κι αυτά είναι κυρίως που κινδυνεύουν από την αδηφαγία των επενδυτών. Είτε ντόπιοι είτε εισαγόμενοι, ένα στόχο έχουν: το κέρδος. Όσο μεγαλύτερο, πιο σίγουρο και πιο γρήγορο γίνεται. Οι επενδύσεις στον τουριστικό τομέα τρέφονται παρασιτικά. Δημόσιες ή ιδιωτικές, κοινής ωφελείας ή όχι, αντλούν πολύτιμο και ζωτικό υλικό, στο όνομα των ξένων, σε βάρος ανυπεράσπιστων ξενιστών όπως το φυσικό περιβάλλον, ο πολιτισμός, η παρθενία ονειρεμένων τόπων. Ο περιορισμός της ζημιάς παραμένει ζητούμενο.

Αυτό δυστυχώς δεν είναι δυνατόν, όταν –πράγμα ασυμβίβαστο- συμπίπτει διοικητικά και ουσιαστικά το Υπουργείο Περιβάλλοντος με το Δημοσίων Έργων. Περιβάλλον και δημόσια ή ιδιωτικά έργα είναι έννοιες αντικρουόμενες. Αργά η γρήγορα θα βρεθούν διαπλεγμένες σε παρά φύσει προγραμματισμούς. Το περιβάλλον δεν είναι θέμα που μια πολιτισμένη κοινωνία μπορεί να το αφήσει στην αποκλειστική ευθύνη των πολιτικών. Η ψηφοθηρική αντιμετώπιση π.χ. των αυθαιρέτων, των ανοικοδομούμενων πυρπολημένων δασών και του αιγιαλού, το αποδεικνύει.
Όπως αποδεικνύεται καθημερινά η φράση του αρχιμάστορα Άρη Κωνσταντινίδη:
«γιατί σ’ όποιον τόπο πάει ο “τουρισμός”, τις πιο πολλές φορές είναι για να χαθεί ο τόπος»
-----
(Το παρόν άρθρο, δημοσιεύτηκε σήμερα στην εφ. Ελεύθερος Τύπος,
ένθετο αφιερωμένο στην Παγκόσμια Ημέρα για το Περιβάλλον, σελ. 5,
με τίτλο "Απαραίτητες εδώ και τώρα οι δράσεις ήπιας μορφής")

Labels:

Saturday, June 02, 2007

Ημείς μαγιάτικο έν θύομεν! (4/6)

Πιάνοντας το νήμα από εκεί που το είχαμε αφήσει, έβγοδα και με απλή τεχνική, που έπρεπε ήδη να έχουμε περιγράψει σε προηγούμενο ποστ, φιλετάρουμε και αφαιρούμε τη ραχοκοκαλιά. Μ’ ένα σωστό μαχαίρι (άρα λεπτό, μακρύ, καλοακονισμένο), σέρνοντάς το από τον σβέρκο και με κατεύθυνση προς την ουρά, διαχωρίζουμε το πρώτο φιλέτο από το υπόλοιπο σώμα. Η θέση και η κλίση του μαχαιριού μας είναι τέτοια, που πάντα από την κάτω πλευρά αγγίζει κόκαλα, κόβοντας και υποβοηθώντας τον διαχωρισμό και την αποκόλληση των φιλέτων.
Όπως λένε κι οι γραφές τα θύματα της Τιτανομαχίας κείτονται:
"πανθ' υπό μίαν Μύκονον"
Αυτά κι άλλο δεν έχει. Κανονικά έχουμε δυο φιλέτα στα χέρια μας, έστω κι ελαφρώς κακοποιημένα την πρώτη φορά. Άλλη μια φορά θα το κάνεις (ω, αναγνώστα) ακολουθώντας τις οδηγίες και θα δεις ότι την τρίτη τα πράγματα θα γίνουν απλά, ...πολύ απλά, τόσο που ο Κιούσης μπορεί και να σε πάρει δεξί του χέρι στον Γαστρονόμο.
Χαλαρά λοιπόν! Δεν έχουμε και τον Ματσουχίσα καλεσμένο σπίτι! Το μαχαίρι μας ακολουθεί την ανατομία του ψαριού και προχωρά σα να ξύνει τα κόκαλα. Τέσσερα όλα κι όλα τα στόματα στο σπίτι, οικεία και καλά εκπαιδευμένα. Τόσο καλά, που δεν γνωρίζουν τη γεύση ψαριού πλυμένου στο νεροχύτη.
Λέγαμε προ ημερών, ότι το μαγιάτικο δεν είναι για βραστό. Πιθανόν, σκέφτομαι, γιατί το ζουμί του δεν έχει εκείνη τη στρογγυλάδα και το σώμα που παίρνεις όταν βράζεις πετρόψαρα ή λογιώ’ - λογιώ’ ψάρια που συνθέτουν μια μα'ειργιά κακαβιά. Μπορεί και να μην το χαλαλίζουν μιας και το σχήμα του δείχνει τουλάχιστον φούρνο. Εμείς όμως όπως κατά την Αρχαιότητα οι ημών πρόγονοι που δεν χαμπάριαζαν από τέτοια και μας άφησε ο Αθήναιος την φοβερή έκφραση: «χοιρίδιον έν θύομεν» (ένα γουρουνόπουλο σφάζουμε) που στην περίπτωσή μας είναι μαγιάτικο και άρα με τούτο οφείλουμε να πορευτούμε.
Πάμε λοιπόν για τη σούπα μας (και ότι άλλο ήθελε προκύψει):

~Μαγιάτικο ...κι η κεφαλή στον κάκαβο~
~
Τα υλικά μας, είναι τα απολύτως απαραίτητα και οι ποσότητες θέμα γούστου:
-Η κεφαλή, ένα μουρέλο σβέρκου, η ουρά και η ραχοκοκαλιά ενός δυομισόκιλου μαγιάτικου.
-σέλινο,
-καρότα,
-πατάτες,
-κολοκύθια,
-κρεμμύδια,
-αλάτι πιπέρι, λεμόνι
-ελαιόλαδο


Πάμε κατσαρόλα:
Λεμονιάζουμε καλά σε μια λεκάνη και αλατίζουμε τα κομμάτια του ψαριού. Καθαρίζουμε τα λαχανικά και τα πλένουμε. Ρίχνουμε στην κατσαρόλα δυο ποτήρια νερό, τη ραχοκοκαλιά, τα καρότα, τα κρεμμύδια, τις πατάτες. Κατά μέσο όρο ένα εικοσάλεπτο αρκεί μέχρι να προσθέσουμε τα κολοκύθια, το σέλινο και τα κομμάτια του ψαριού. Άλλο ένα εικοσάλεπτο θέλει και το ψάρι. Οι χρόνοι είναι σχετικοί. Εξαρτώνται από τη σκληρότητα του κρέατος του ψαριού κι από το μέγεθος των λαχανικών. Για παράδειγμα η σκορπίνα θέλει τρεις με τέσσερις φορές παραπάνω χρόνο από έναν σαραβά ίδιου μεγέθους.
Βγάζουμε και πετάμε τη ραχοκοκαλιά, ακουμπάμε μαλακά το ψάρι πάνω στα λαχανικά, προσθέτουμε αλάτι, αφήνουμε να βράσει για είκοσι ακόμα λεπτά και λίγο πριν σβήσουμε τη φωτιά προσθέτουμε ένα φλιτζανάκι του καφέ ελαιόλαδο.
Σερβίρουμε το ψάρι σε μεγάλη πιατέλα, τα λαχανικά γύρω, στύβουμε λεμόνι, τρίβουμε φρέσκο πιπέρι και περιχύνουμε λίγο ελαιόλαδο ακόμα.
Μερικά από τα λαχανικά μπορούμε να τα περάσουμε από τον μύλο των λαχανικών και τον πολτό τους να τον προσθέσουμε στη σούπα δίνοντας μια αίσθηση βελουτέ στο ζουμί μας.

Αυτά και να προσθέσω μόνο, ότι το μαγιάτικο, τουλάχιστον σ’ αυτά τα κιλά και τα κομμάτια που μπήκαν στην κατσαρόλα, ήταν μια χαρά στη γεύση και στο μαγείρεμά του, αρκετά λιπαρό, εύγευστο και ψαχναδωτό. Ό,τι πρέπει για τους εκλεκτούς συνδαιτυμόνες που αποτελούν τη μόνιμη μεσημεριανή μου παρέα.
~~~~
Σημείωση:
Αφήσαμε εκτός δυο φιλέτα για μελλοντική χρήση και καλά τους κάναμε.
Α, και κάτι παστρίδια, που συντρόφεψαν ευχάριστα και αξιοπρεπώς τον κενό χρόνο των δύο εικοσάλεπτων της αναμονής…

Labels: ,