Wednesday, June 20, 2007

δέκα (δε)κατα

Το "Νερό" είναι μια ιστορία που έτρεξε κατά τη διάρκεια της πρώτης φουρνιάς μεταναστών από τη γειτονική Αλβανία.
Το πλήρωμα του χρόνου το έφερε στην κατάλληλη ώρα, σα μια ελάχιστη υπενθύμιση πως η αστυνομία είναι ο πραγματικός τρομοκράτης, ο κύριος μηχανισμός που χρησιμοποιείται για να κουρελιάσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Το βίντεο του τμήματος Ομονοίας είναι βέβαια "Σινεάκ" προσχολικής αγωγής σε σχέση με την πραγματικότητα.
Ευχαριστώ τους συντελεστές του περιοδικού "δε(κατα)" που του έδωσαν την ευκαιρία να βγει από το συρτάρι.


Το νερό
στη Βασιλική
Η μέρα φάνηκε από το πρωί. Μια το φως να σου κάβει τα μάτια, μια η συννεφιά να σε σκοτεινιάζει. Ήταν μια μέρα του Μάη που ζούσε λάθος μήνα. Κρεμασμένοι στο καρφί, λοξά πάνω από την πόρτα ή με στεφανωμένο τον γλόμπο πάνω από το φεγγίτη, μόνο οι «μάηδες» σηματοδοτούν τον χρόνο. Κυριακή! Η μέρα που οι Αγγλοσάξωνες αναζητούν τον ήλιο. Μέρα του ήλιου, Sunday. Κυριακή της οικογένειας, της εκκλησίας, του ωραίου ψητού με το δεντρολίβανο, του καφενείου, της κυριακάτικης Καθημερινής.
Απ' το πρωί ο δήμος δεν είχε νερό. Πίναμε καφέ με την τσίμπλα στο μάτι. Καθυστερούσαμε με την ελπίδα να 'ρθει το νερό πριν πάμε για δουλειά. Αλλά σήμερα δεν έφταιγε ο δήμος για την καθυστέρηση. Δεν ήτανε η απλυσιά, μα του καιρού τα τερτίπια που βάραιναν πιότερο στην συννεφιά κι έλειπε η όρεξη. Αλλά η δουλειά δουλειά, κυριακάτικο. Μας έβγαλε έξω με τα μαύρα παλιομοδίτικα γυαλιά τα ρέιμπαν, που τ' άφησε ο ξένος πέρυσι στο μαγαζί και δεν γύρισε να τα ψάξει. Καλή του ώρα, κάτι τέτοιες μέρες, πολύ χρήσιμα φαινόταν. Μα σήμερα τα ρέιμπαν κρύβανε και το κοκκινόχωμα που είχε καλύψει τα σπίτια, τους δρόμους, τ’ αυλιδάκια. Οι νοικοκυρές είχανε βγει στο δρόμο, ρίχνανε νερά στις αυλές να ξoρκίσουνε το κακό. Παλιά συνήθεια στο νησί. Στο ανέκαμα της βροχής και πιότερο άμα απόβρεχε, ρίχνανε νερά να καθαρίσουνε οι γλισιασμένοι δρόμοι. Ιδιαίτερα εκείνο το κόκκινο χώμα που λένε πως έρχεται από την Αφρική κι αφήνει πάνω στα σπίτια και στις αυλές κόκκινη ανεξίτηλη πούδρα. Σπιλώνει το άσπρο, ματώνει τα μάτια των ανθρώπων. Πήγε τσάμπα το άσπρισμα, χαράμι... Η Χώρα και τα χωριά χάσανε την ασπράδα και την πάστρα που αντιφέγγιζε στον ήλιο.

Δεν φάνηκε τίποτα πίσω από τα μαύρα γυαλιά. Με βαρυγκώμια βγήκαν οι ταμπλάδες. Δύσκολες ήτανε οι καλημέρες των γειτόνων. Και δεν ήτανε από τα πρησμένα μάτια το κακοχαιρετισιού παρά από του καιρού το παιζογλάντι που αρρώσταινε τον κόσμο. Ευέξαπτοι, κακοχαιρέτιστοι, κακοδούληδες, κοιτάζονταν ανήμποροι να εξηγήσουν το γιατί συνέβαιναν τα πράγματα.
Εκείνη την Κυριακή ήταν που εμφανίστηκαν ξαφνικά σπασμένα γυαλιά στους δρόμους, λασπουριά, ακαθαρσίες, μερεμέτια, ξεχασμένα πάθη, ξεχασμένοι εαυτοί, διαμαρτυρημένα γραμμάτια στις σχέσεις με τον γείτονα. Συννεφιασμένη Κυριακή, που όλα τα σκιάζεις κι όλα τα σκαλίζεις, αχ ...μοιάζεις με την καρδιές των ανθρώπων, πάλι αχ! Το παραμιλητό ήτανε τραγουδιστό κι έμοιαζε από βαθιά να βγαίνει ετούτο το παράπονο.
Βγήκε ωστόσο ο ήλιος. Αλλάξανε έκφραση τα πρόσωπα των ανθρώπων. Ήταν για λίγο μόνο, αλλά αρκετό για να καταλάβουμε πως ήταν του κακού καιρού το καθρέφτισμα στην ψυχή μας, που έκανε να τα βλέπουμε όλα μ' άλλο μάτι. Και τί έγινε αλήθεια, που πλυθήκαμε με νερό από τα Τζουμέρκα; Στο νησί, οι άνθρωποι της Χώρας έχουν αυτή την πολυτέλεια. Μπορούν να επιλέγουν το εμφιαλωμένο τους. Και την περασμένη Τρίτη τα ίδια δεν είχαμε; Και τις μέρες του Πάσχα. Κι όταν είχαμε τον εμικρό με πονόκοιλο. Και τον Μάρτη τα ίδια... Αμέ οι χάντρες από τα σπασμένα ποτήρια; Και η λασπουριά, οι ακαθαρσίες και του γείτονα τα γέβεντα... Σιγά το παρθεναγωγείο! Μη μαγαριστούνε τα χαλιά! Στιγμιαία αναλαμπή στην ψυχή μας, ένα κρυφό γελάκι, όλα έβαιναν καλώς, κάναμε και σεφτέ, ανακαλύψαμε και πως δεν ήρθε δα τ' απάνω κάτω. Αύριο θα ήταν όλα όπως πρώτα. Τί αύριο; Σήμερα κιόλας, να δεις θα βγει ακόμα πιο λαμπερός ο ήλιος. Θα μαλακώσει η ψυχή των γειτόνων. Θα νοιώσουμε την αλαφράδα της άνοιξης στα σκουριασμένα μέλη μας. Γιατί, να δεις, που παρά το γεγονός ότι δουλεύουμε Κυριακάτικο, αθρώποι είμαστε κι εμείς κι ας νοιώσαμε σφιγμένοι σαν υποζύγια πρωί πρωί. Ο ήλιος βγήκε κι έλαμψε τόσο όσο για να καταλάβουμε, όσοι καταλάβαμε, πως έχει κι αυτός δικαίωμα να παίζει και να αλλάζει διάθεση. Αν αυτό αντανακλά και στων ανθρώπων τα κέφια αυτό ας το αναλάβουν οι ίδιοι. Αλλά κι αυτοί που είπανε πως «στων αμαρτωλώ' την Χώρα, το Μαγιάπριλο χιονίζει» κάτι θα ξέρανε κι άπο αμαρτίες κι από Μαγιάπριλα.
Λάμψανε οι αυλές και οι δρόμοι μπροστά στα σπίτια όσων είχανε δεξαμενές στις ταράτσες. Με το που έκαμε πως σταματά η βροχή, να, να, να... με σκούπες, χλωρίνες, νερά, φέρανε σε κατάσταση τη γειτονιά. Σε λίγο βγήκανε κι άλλοι, κι από τις κάτω γειτονιές κι από ψηλά στο Βαστάο και στον Καράμπαμπα. Τρέξανε για λίγο μοσχομυριστά λαγκαδάκια και λίγο ο ένας, λίγο ο άλλος το νησί χαμογέλασε. Και τα μαγαζιά δεν χάσανε την ευκαιρία.
Όχι δεν έριξε κανείς εμφιαλωμένο γι αυτή την υπόθεση. Κι ο ήλιος που συμμάχησε για λίγο με τους κατοίκους της μικρής μας πόλης, μόλις στέγνωσε τις πλάκες, χώθηκε ακόμα πιό βαθειά πίσω από γκρίζα σύννεφα. Πάνω που πήγε το νησί να 'ρθει στα συγκαλά του, η μέρα μουντή και κακομούτσουνη συνέχισε το βιολί της. Κατεβάσανε πάλι της ψυχής τα ρολά οι ανθρώποι. Σε λίγο αρχίσαν να μυρίζουν τα ψητά, κόντευε μεσημέρι. Έβγαινε η μοσχοβολιά του δεντρολίβανου από τους αεραγωγούς στα στενά δρομάκια και η υγρασία την κόλλαε κάτω στα πλακόστρωτα. Ήταν μια νότα ευχάριστη η ξαφνική αυτή ενεργοποίηση των σιελογόνων. Η Αδαμαντία είχε σήμερα σ'κωταριά να τηγανήσει. Άρεσε του αντρούς της. Παρέμενε όμως από το πρωί ανήμπορη να κάμει δουλειά στην κουζίνα. Δίχως νερό; Μήτε του μωρού το γάλα να ετοιμάσεις, όχι τα σ'κώτια να πλύνεις. Σιδερώνοντας και μπαλώνοντας ρουχομάνι μεσημέριασε. Ήτανε και το μωρό στην κούνια, κι η μέρα, καλημέρα-καλησπέρα. Πιότερο όμως είχενε έγνοια να 'ρθει το νερό να πλύνει τ' αυλιδάκι της και το δρόμο μπρος στην πόρτα της. Τις άκουε τις γειτόνισες με το φουρ φουρ της σκούπας, μα εκείνη πού να βγει στο δρόμο. Ο δικός της ο σπιτονοικοκύρης δεν είχε φροντίσει στο φτωχόσπιτο να παράσχει την πολυτέλεια μιας δεξαμενής στην ταράτσα. Περίμενε λοιπόν τον δήμο και κάθε τόσο πήγαινε στη βρύση, αλλά μήτε σταγόνα.
Μεροκαματιάρηδες στο νησί, ο άντρας της κι εκείνη κι όλο το σόι, δεν το χαν εύκολο το εμφιαλωμένο. Και την Πίνδο εκείνη τη θυμάται από παιδί. Μόνο που της έλαχε να τη βλέπει με την φαντασία της να ορίζει στον Νοτιά τον ορίζοντα της νιότης της. Και πίσω από τις πρώτες κορφές, τα παραμύθια της γιαγιάς είχανε μέσα τους τις νύμφες των νερών. Όμως εκείνη δεν είχε ποτέ το ελεύθερο να πιεί νερό απ' τις πηγές της. Γιατί τα Τζουμέρκα τα όριζε ο χάρτης από 'δω και το χωριό της από 'κεί. Κι αλίμονο δεν ήταν τρόπος να περάσεις τα βουνά.
Πάνε έξι χρόνια, που της τηλεφώνησε ο άντρας της, πως θα τηνε περιμένει να περάσει το σύρμα. Εκείνος είχε λέει βρει τον τρόπο και τον τόπο να σταθούν στα πόδια τους. Κι ας λογιζόνταν ξενιτειά, κι ας ήτανε πατρίδα των γονιών τους τούτη η χώρα. Βρεθήκανε στο βουνό, κυλήσανε λαγκάδια, πήραν ανηφοριές, διαβήκαν δημοσιές, ρουμάνια, δάση πυκνά, τη νύχτα κάνανε μέρα και τ' ανάποδο. Ώσπου φτάσανε στην πολιτεία και πλύνανε τον πισινό της μικρής για πρώτη φορά στις δέκα μέρες με νερό της βρύσης. Και χαμομήλι έβρασε η συννυφάδα της για την αβάφτιστη ακόμα τότε Αρχοντούλα που είχε συγκάψει. Και να δεις κλάμα η Αδαμαντία για τούτη τη μικρή. Μωρό παιδί βυζανιάρικο με το κωλάκι του φωτιά. Και πού νερό να πλένεις κώλους. Εδώ καλά καλά και που περπατούσανε οι ανθρώποι και που βρίσκανε κανένα χριστιανό με φορτηγό να πληρώσουνε για λίγα χιλιόμετρα προς τα κάτω το 'χανε σε μεγάλη υποχρέωση. Όλο στα ποτάμια και τις λάκκες πλενότανε μικροί μεγάλοι και το κρύο να μην υποφέρεται. Φτάσανε όμως κι άμα τακτοποιήσανε κάτι μικροδουλειές φύγαν από της συννυφάδας το σπίτι για το νησί.
Εδώ να σ' έχω. Και που 'χε δει θάλασσα, δεν την είχε ποτέ της ταξιδέψει. Με σφιγμένη την καρδιά και φόβο, διάβηκε την μπουκαπόρτα του βαποριού κι ανέβηκε. Τα μάτια χαμηλωμένα. Μπρος ο άντρας της με τη μικρή, πίσω εκείνη. Κουβέντα δεν αλλάξανε ώσπου να βολευτούνε. Είχανε λογαριάσει από Ραφήνα το ταξίδι, με χιονιά. Να 'χουνε μαϊνάρει λίγο τα πολλά ψαξίματα. Να φτάσουνε νύχτα... Και φτάσανε! Και με το που ξημέρωσε η άλλη μέρα στου αδερφού της, είδε μπροστά της τη Χώρα. Ολόλευκη, να σου καίει το μάτι, λαμπερή που τέτοιο πράμα δεν είχε δει ποτέ της η Αδαμαντία.
-Ώρε άντρα, τί 'ναι τούτο;
-Κι ακόμα πού 'σαι..., μουρμούρισε εκείνος κι έφυγε για το μεροκάματο.
Σαστισμένη η Αδαμαντία γύρεψε κουβέντα με τη νύφη της. Κι έμαθε πως τούτος ο τόπος ήτανε ευλογημένος. Είχε δουλειές και βολευότανε πολύς κόσμος. Είπανε για γνωστούς, που βρισκότανε στο νησί. Είπανε και για τις ντόπιοι πως διαφεντεύουνε καλά τον τόπο τους, πως είναι προκομμένοι και καθαροί. Πως θέλει προσοχή, γιατί ποτέ δεν ξέρεις κι αλίμονο μπορεί να πέσανε σ' αφεντικά καλά, μα δεν ήτανε λίγοι εκείνοι που 'χαν κακοπάθει. Και το κυνηγητό ήτανε συχνό, μα το 'χαν συνηθίσει. Άμα η μοίρα ορίζει σου να τρέχεις, τρέχεις, κι ας ματώνει σου η ψυχή. Τα παιδιά όμως κι ας μη το δείχνουν, μεγαλώνουν με το φόβο, γιατί πολλά ακούνε...
Σαν ήρθε το νερό του δήμου ακούστηκε ένα χαρχαλητό σα να 'ρχεται θεριό δαιμονισμένο. Τραντάχτηκε η βρύση. Βγήκε στην αρχή λασπόνερο, μια μούργα, ύστερα ένα πράμα σα σκοτωμένο κρασί κι ωσπου να ρίξει τα σ'κώτια στη λεκάνη είπε να καθαρίσει λίγο. Τα ξέπλυνε καλά καλά, τ’ άφησε να στραγγίξουνε και βγήκε με τη σκούπα και τον κουβά στο δρόμο. Ήταν μεσημέρι. Έκαμε τη δουλειά της όμορφα και με καλή διάθεση. Έριξε νερό κι έπλυνε γύρω. Αυλή, σκαλάκια, τοίχοι,δρόμος... Άστραψε και το δικό της λιγοστό κομμάτι. Έσπρωξε και τα νερά να πάνε παρακάτω, όσο της επέτρεπε το μωρό το βυζανιάρικο. Γιατί μωρομάννα αυτή, πού να ξεμακρύνει. Κι η «μεγάλη» της, μικρή ήτανε. Άντε φέτο θα κλείσει τα εφτά. Τί εμπιστοσύνη να 'χεις σ' ένα παιδί στα χρόνια της Αρχοντούλας.
-Μώρη Αρχόντω, στο μωρό τα μάτια σου, φώναζε κάθε τόσο στη μικρή που μπρόβελνε στην πόρτα. Και γύρναε πίσω στο μωρό η Αρχόντω και δόστου φουρ-φουρ με τη σκούπα να μπαλεύει η Αδαμαντία. Ώσπου κρέμασε τη σκούπα στο καρφί, έβαλε τον κουβά στο αποχωρτήριο και πήγε στην κουζίνα. Αλλά δεν πρόλαβε η γρουσούζα. Φουριόζος ήρθε τον ανήφορο ένας μαγαζάτορας από την κάτω γειτονιά κι από τα λόγια που είπε το 'νοιωθες πως είχε πολύ νευριάσει. Τα 'βαλε με την Αδαμαντία, που θυμήθηκε λέει μεσημεριάτικο να ρίξει νερά στο δρόμο και να μαζευτεί η λασπουριά στο μαγαζί του μπροστά. Αλλάξανε κουβέντες, γιατί κι ο ένας δίκιο κι άλλος δίκιο. Μα πιό πολύ που το 'χασε το δίκιο του όποιος μίλησε άσχημα κι αντί να τα βάλει με τη διακοπή του νερού και τον κακό καιρό τα 'βαλε με τη γυναίκα. Εκείνη τί άλλο «σ' έναν τόπο ήμουνα κι ό,τι εκάναν ήκανα». Δηλαδή τί έπρεπε τώρα; Και του τα 'πε, πως βρέχει όλη νύχτα κοκκινόχωμα και πως έπρεπε να πλυθεί και το δικό της κομμάτι, μα ο Δήμος... Κι ο άλλος, τούρκος... να μην ορίζει τα λόγια του. Μίλησε για αστυνομία, είπε κι άλλα απειλητικά κι έφυγε τρεχάτος μ' ένα «τώρα θα σου δείξω εγώ». Κατηφορίζοντας πάλι ακούστηκε μέσα σε παραλήρημα να εκστομίζει την κουβέντα που ήχησε σαν καμουτσικιά στ' αυτιά της Αδαμαντίας: «...στην αστυνομία!»
Βγήκανε οι γειτόνισες είπανε δυο κουβέντες ζεστές. Είχανε όλες άλλωστε, η μια μετά την άλλη, ρίξει νερά, αλίμονο... μια τέτοια μέρα... Μώρ' Αδαμαντία, μήν του συνερίζεσαι...
Ακούστηκε ένας λυγμός. Η σκέψη πήγε πρώτα σε πληγωμένο ζώο που προσπαθεί να μουγκρίσει και δεν μπορεί. Γύρισαν όλοι προς τα 'κει. Ακούσαν όλοι το μουγκρητό του πόνου που χρωμάτιζε πάλι το στενό. Τρεμουλιαστό χωρίς να μπορείς να πεις αν βγαίνει από ανθρώπου στόμα για από ζωντανό. Είδανε και το παιδικό κορμάκι να σιέται ολόκληρο. Σαστίσανε όλοι με τούτο το ξαφνικό που έπιασε τη μικρή. Τρέξαν κοντά. Τί τρέχει... Το παιδί... Ώρε κόρη, τί είναι; Μίλα! Μη να σε πείραξε κανένας;
Γρύλλιζε η μικρή και μέσα από αναφιλητά μπόρεσε να ψελλίσει:
-Φφφοβάμαι, μανούλα μου φο...ββββάμαι. Κι έκλαιε σαν όπως κλαίνε τα παιδιά του κόσμου όταν τους συμβαίνουν πράματα που τους κόβουν την ανάσα. Και την έχανε την ανάσα της η μικρή που μεγάλωνε στη γειτονιά μας σαν παιδί. Κι είχε μέσα στην ψυχούλα της ριζωμένο τον φόβο.
-Να μη φοβάσαι! Σύρε στο σπίτι... Η Αδαμαντία προσπαθούσε να συνεφέρει τη μικρή που είχε γίνει το προσωπάκι της πανί απ' το φόβο και το τρέμουλο.
-Φφοββάααμαι, θα μας διώξουνε νφ...νφχ.. από το σπίτιτι μας ... η αστυνομία...
Μπήκε στη μέση η γειτονιά να συνεφέρει τη μικρή Αρχοντούλα, κάποιος της έφερε λίγο νερό να πιεί να βρει τη μιλιά της. Ήπιε η μικρή, βρήκε το χρώμα της. Αγκάλιασε τη μάνα της. Μπήκαν κι οι δυό αγκαλιασμένες στο σπίτι. Μείναμε αμίλητοι για λίγο οι γειτόνοι. Δεν το 'χαμε ποτέ μας νοιώσει ετούτο το ξαφνικό. Και ήτανε μάθημα από τα λίγα. Που το 'χε δώσει στους ανθρώπους ένα κορίτσι τόσο δα μικρό σαν πουλάκι. Που έχει τον φόβο στην καρδούλα του κι ας τραγουδάει, κι ας κλαίει κι ας γελάει.
Σε λίγο η μυρωδιά της τηγανητής σ'κωταριάς έφερε νέα αναστάτωση στη γειτονιά. Αναστάτωσε σιελογόνους, σκόρπισε τις σκέψεις των ανθρώπων στον αέρα. Μοσχοβόλησε η γειτονιά κι αναστενάζαν κάθε τόσο οι περαστικοί. Ο ουρανός καθρέφτιζε θλίψη και κάποιος είπε πως τέτοια μέρα ηλεκτρίζονται οι καρδιές των ανθρώπων. Λένε κουβέντες κι αν δεν ήτανε τα παιδιά να κρατούν την ισορροπία του κόσμου θα είχαμε πάει χαμένοι για χαμένοι.


Σημείωση: Δημοσιεύεται στο, αφιερωμένο στο διήγημα, τεύχος αρ. 10 του περιοδικού "δε(κατα)"- Ιούνιος 2007, στην ενότητα "Ένας μικρός φάκελος από τη Μύκονο".
Συμμετέχουν, με φωτογραφίες η Πανωραία Γαλατά
και με κείμενα οι:
Παναγιώτης Κουσαθανάς, Φρατζέσκα Χανιώτη, Δέσποινα Νάζου, Νίκος Κουσαθανάς και Δημήτρης Ρουσουνέλος.
Εμού του τελευταίου η συμμετοχή αφορά σε μια ιστορία πέρα για πέρα αληθινή.

Labels:

11 Comments:

Blogger Ο σκύλος της Βάλια Κάλντα said...

Περιμένουμε και ζεσταινόμαστε!

June 20, 2007 7:12 PM  
Blogger fevis said...

Την καλύτερη δουλειά κάνεις.. Συγχαρητήρια πάντως και στους δυό σας... Ξέρεις πόσοι θέλουν να εκδοθούν και δεν μπορούν? :-)

June 20, 2007 9:02 PM  
Blogger dimitris-r said...

@ο σκύλος της βάλια κάλντα.
Εύχομαι να μην σας καθυστέρησα και κρύωσε η ουρά σας!

@fevis.
Φαντάζομαι πως εννοείς τα ούζα.
Πάντως δεν ήτανε και για θάλασσα χτες, ...απελπισία!

June 21, 2007 1:53 AM  
Blogger zepos said...

Αχχ! ρε Δημήτρη, τι μου θύμισες στο χρονογράφημα του εξώφυλλου..
Μέχρι τον Αντώνη το κουλό τον ντελάλη μας... "Να κι΄αν πάτε να κι'αν δεν πάτε!"
Και το περμέναμε και του λέαμε επίτηδες: Κι'αν δεν πάμε;

June 21, 2007 11:08 AM  
Blogger zepos said...

Αμ τα "βρωμόνερα" απ' τα πλυσίματα;
Είχα πάντα το πρόβλημα με τον κατήφορο απ'το στεναδάκι (σας)!
Δεν ήταν και για κλάμα...αλλά ούτε για γέλια!!

June 21, 2007 11:26 AM  
Blogger John D. Carnessiotis "Asteroid" said...

"... κι αν δεν ήτανε τα παιδιά να κρατούν την ισορροπία του κόσμου θα είχαμε πάει χαμένοι για χαμένοι..."
Δημήτρη, μεγάλη κουβέντα αυτή, που στα καθ' ημάς, θα άξιζε για μπάνερ ή όπως αλλιώς το λένε!
Να την θυμόμαστε... Όλοι!..
:-))

June 21, 2007 12:49 PM  
Blogger dimitris-r said...

@axtapos.
Έκανες κλικ στο πρωτοσέλιδο της Μυκονιάτικης!!!
Χαίρομαι που διαβάζεται.
Σε πολύ κόσμο κάνει "κλικ" όλο και πιο συχνά.
Η μοίρα των καλών πραγμάτων είναι να λειτουργούν με χρονοκαθυστέρηση.
Ε, ήτανε Slow Food η "Μυκονιάτικη", οφείλουμε να το ομολογήσουμε!
Ίσως εκεί να κρύβεται και η αξία της.

Για τα βρωμόνερα της γειτονιάς μας δεν θα διαφωνήσω στο δεύτερο συνθετικό, αλλά στο πρώτο βάζω το χέρι μου στη φωτιά. Ωστόσο ξέρω μιας και είμαι και από πλευράς νερών σε γειτονιά υποδοχής από Πανάχρα μεριά.
Ωστόσο γείτονα η ιστορία δεν σε αφορά παρά μόνο σαν αποδέκτη της μοσχοβολιάς από το τηγάνι της ...Αδαμαντίας.
:-)

@Αστεροειδής.
Μα, ναι!
Τα παιδιά είναι παιδιά εξάλλου.
Αλλιώς θα τα λέγαμε ...ανθρωπάκια!

June 21, 2007 1:13 PM  
Blogger Ο σκύλος της Βάλια Κάλντα said...

Ευαίσθητο, ωραίο! Το διάβασα με μια χαψιά! Ξεροσφύρι!

June 21, 2007 4:04 PM  
Blogger dimitris-r said...

@Σκύλος.
Τί ξεροσφύρι;
Αφού είχε σ'κωταριά τηγανητή στο τέλος!
Α, δεν θα τα πάμε καλά, μόνο το "κοπιάστε σκύλοι" έλειπε από τον επίλογο...
Άκου ξεροσφύρι!!!

June 21, 2007 5:13 PM  
Blogger kostis-b said...

This comment has been removed by the author.

June 21, 2007 9:38 PM  
Blogger kostis-b said...

Φτιαγμένο με μελετημένο και λεπταίσθητο λόγο, που φανερώνει πως
ο γράφων φέρει "κεραίες και δέκτες"
υψηλής ευαισθησίας και ευκρίνιας.

Στο τέλος σε χτυπάει κατάστηθα το άτιμο.

June 21, 2007 9:45 PM  

Post a Comment

<< Home