. . . . . . .... . . . «…για μένα ο τόπος μου είναι μια ζουμερή ντομάτα
..................... ............ ...κομμένη στα τέσσερα με χοντρό αλάτι»
Η μαγειρική στο βαπόρι είναι μια μαγειρική ειδικών συνθηκών. Ιδιαίτερα στα μεγάλα ταξίδια οι προετοιμασίες, οι προμήθειες, ο προγραμματισμός του μενού πρέπει να έχουν την τάξη τους. Με το «Σουέλ», το μυθιστόρημα που μαγείρεψε η Καρυστιάνη, μάθαμε πως υπάρχουν κι άλλοι λόγοι που θα ανατρέψουν τη μαγειρική ροή των πραγμάτων.
υδατογραφία Οδυσσέα Ελύτη, "Ιδιωτική Οδός" 
Αρκεί να διακονεύει στην κουζίνα –σ’ αυτά τα αντρικά ποντοπόρα μοναστήρια- κάποιος που αγαπά τη δουλειά του και τους ανθρώπους γύρω του. Όπως
«…αυτός με τα μεγάλα ανοιξιάτικα σαν δροσερά αμπελόφυλλα μάτια, ο Γεράσιμος Σιακαντάρης, ο πενηνταπεντάρης μάγειρας»,
ψυχοθεραπευτής και σαμάνος,που ήξερε να ‘μερεύει, να μαλακώνει, να γλυκαίνει τους ανθρώπους:
«Είδα το μάτι τους μαύρο, ολωνών, και των γαλανομάτηδων του πληρώματος, τους έφτιαξα μια κατάσταση με λουκάνικα από το χωριά μου και στο δεύτερο ποτήρι ξαναγυρίσανε στο φυσικό τους. Τώρα αγάλλονται… Και τους μεμονωμένους κακόκεφους, και ένα και δύο και τρία κρούσματα ημερησίως οπωσδήποτε, είχε τον τρόπο του να γλυκαίνει. Ένα ζαχαροκούλουρο κι ένα ψητό μήλο… κι είχε πετύχει το στόχο του».
Ο καθένας όταν μαγειρεύει έχει τα μέτρα του, τον τρόπο του δηλαδή να μετρά τις ποσότητες και τον χρόνο. Ο Γεράσιμος έχει τον δικό του, ακόμα και για τα απλά πλην λεπτά στον χειρισμό τους θέματα, όπως
«το καϊσάτο αβγό του καπετάνιου»:
«…βράζεις το νερό, ρίχνεις το αβγό, λες το Πάτερ ημών και οκέι».Τόσο απλά, τόσο στα μέτρα του φερμένο…
Είκοσι πέντε χρόνια με τον καπετάνιο, αχώριστοι, χωρίς εκατέρωθεν απιστίες, ένα δίδυμο αμοιβαίας εμπιστοσύνης:
«Με τον καπτα-Μήτσο ένιωθε και ασφαλής και αξιοπρεπής, ελεύθερος να ασκεί σοβαρά το επάγγελμα του μάγειρα, δημιουργού θαλπωρής μ’ ένα πιάτο καλό φαΐ. Κι όπως δε δίσταζε να φλομώνει άντρες με συνταγές, έσπασε τα γλωσσικά σχήματα της κουζίνας, στιφάδο-κόλαση και πιλάφι-παράδεισος, για να κατατροπώσει στον τομέα κατσαρόλα μια γυναίκα, που όμως δεν τον παρακολουθούσε πια…»
Κι όταν σε ώρα Αναστάσιμη έρχεται η σταύρωση των ηλεκτρολόγων λόγω που χάλασαν η μια μετά την άλλη οι δυο ηλεκτρομηχανές:
«…βάλανε μπροστά την emergency, το φως λιγοστό…τα τσουρέκια πρόλαβαν και αποψήθηκαν, η μαγειρίτσα ματαιώθηκε», στη θέση της
«ένα φαστ φουντ αναστάσιμο δείπνο, μακαρόνια με κιμά». Ευτυχώς για την επομένη είχε βάψει «τρεις καρτέλες κόκκινα αβγά, τα είχε γυαλίσει μ’ ένα λαδωμένο πανάκι»,
«…τα απαστράπτοντα και ανυπόμονα ταψιά» για το γαλακτομπούρεκο δεν θα χρησίμευαν,
«οι ετοιμοπόλεμες σούβλες του» όμως μέρα Πάσχα στο σκεπό της πλώρης καθώς το ATHOS-III ταξίδευε πια με την όπισθεν, θα δέχονταν το δίχως άλλο τα δυο αρνιά πλυμένα με κρασί…να ξεμυρίσει το κρέας από τα κατρουλιά για το
«πασχαλινό γκαλά του Σιακαντάρη, η ξεροψημένη πέτσα καταβροχθίστηκε με λαιμαργία» πλην όμως βουβά, δίχως κασέτα με Χριστός Ανέστη και κλαρίνα, με δίχως ευχές κι άλλα τέτοια συνηθισμένα άλλων χρόνων.
Άλλες φορές το ίδιο κόλπο με το λούσιμο τ’ αρνιού στο κρασί, θεόσταλτο δώρο του Αγίου Ευφροσύνου, και το χάιδεμα του κορμιού του μ’ ένα ματσάκι από ρίγανες έκανε το πλήρωμα να φιλά τον μάγειρα που ήξερε κι άλλα τέτοια κόλπα:
«έκανε χωρίστρες στις μακαρονάδες, κεντούσε παστιτσάδες, έχτιζε μπούτια στο αλάτι». Τέτοια συναδελφική αλληλεγγύη με τον Άγιο προστάτη των μαγείρων απολάμβανε, τέτοια με τη σειρά του μοιράζονταν και με το πλήρωμα.
Κι έναντι τρίτων, σε ώρες ελέγχου από τοπικές επιτροπές του Λιμενικού, είχε τον δικό του τρόπο να εκμαυλίσει και να τουμπάρει:
«Ο μάγειρας τους μαστούρωσε με πικάντικα σμυρναίικα σουτζουκάκια και κατ’ εντολήν του Αυγουστή τους αποτελείωσε με δυο κούτες Marlboro, δυο φιάλες ούζο και δυο Metaxa για τον καθένα…»
Ο Γεράσιμος είχε μέσα του μια τάξη που του ‘βγαινε σε ποταμό από τσιτάτα. Ένα κάθε τόσο μας χαρίζει:
«…για να σχηματίσει κανείς ωραίες εντυπώσεις για τη ζωή πρέπει να βλέπει συχνά αμπέλια»,
«…ραντεβού χωρίς φιλί ίσον βασιλόπιτα χωρίς φλουρί»
«…τα μικρά είναι σα σουσαμάκια στις τραμπάλες και στις κούνιες»,
άλλοτε πάλι ομολογεί:
…το βαπόρι του
«έσερνε στις θάλασσες …διπλή μερίδα Ελλάδα, στη γεύση γαργαλιστική, στο στομάχι οβίδα»
κι άλλοτε συγκρίνει:
«…το γυναικείο φιλί με το δροσιστικό παγωτίνι, τα απαλά γόνατα με αφράτα μπριος, έναν τουρλωτό αφαλό με φουσκάλα στο τσουρέκι… δυο μαύρες ελιές, ζευγάρι μαύρα γυναικεία μάτια ή ορεκτικές ρώγες στήθους»
ή βάζει πλάτη να σπάσει τον πάγο και την αμηχανία σε δυσκολίες ΙΧ του καπετάνιου και της καπετάνισσας με ιστορίες για
«μούρλια μπαρμπουνάκια που τηγανίζονται σε κατσικίσιο βούτυρο και το σουτζούκ λουκούμ μήκους πέντε μέτρων που έφτιαξε πρόπερσι στη γιορτή του καπετάνιου».
Ώρες τραπεζαρίας, ώρες χαλάρωσης,
«σαχλαμαρίτσες για …κερατλίκια, για πούτσους υδράργυρους, […και στο μενού] σαν ορντέβρ ένα ανέκδοτο για τα κόκκινα καβούρια με τις μαύρες δαγκάνες της ωραίας Τασμανίας, για πρώτο την Παταγονία, όπου τα βασιλικά καβούρια αβέρτα, και για κυρίως πιάτο το ρέκβιεμ για ένα καβούρι θηρίο εφτά κιλών, πριν από δέκα χρόνια στην Αλάσκα, που για να το ανοίξουν φέρανε στο τραπέζι σφυρί και βαριοπούλα». Κι άλλοτε ιστορίες «…ζαχαροπλαστικής γλύκας, πώς έριξε κάποτε μια Χιλιάνα με τους δυο ζαχαρωμένους χουρμάδες του και πώς τρέλανε μιαν άλλη με την τουλούμπα και τα δυο τουλουμπάκια του».Και σε ώρες δύσκολες όπου λίγα τα λόγια του καπετάνιου, περισσότερα όμως απ’ τα συνήθη:
«Ο Μήτσος Αυγουστής είχε κατέβει εξημέρωτα στην κουζίνα, ο παραμάγειρας έβραζε αβγά και μοίραζε βούτυρα και μαρμελάδες σε πιάτα για τα πρωινά του πληρώματος και ο μάγειρας έγδερνε έναν ξεπαγωμένο μπλε ξιφία και αγόρευε για το γαβράκι πολυτελείας, τις σαρδέλες λουξ και τις φρίσσες, τα μουσικά ψάρια που ψαρεύονται άνοιξη στο Αιγαίο.
Αμέσως μπήκε μπρίκι, προηγήθηκε η κουταλιά της τεκίλας για τους ρευματισμούς και μετά, το καφεδάκι, το παξιμαδάκι, η φέτα, λύσανε τη γλώσσα του καπετάνιου για δυο φράσεις και πέντε λέξεις σύνολο, η φιδοφωλιά του Πειραιά με καλεί και Αυγουστής τέλος».Ως και την ώρα του αποχαιρετισμού, την πιο δύσκολη απ’ όλες, πάλι τα λόγια μετρημένα και ούτε μια μπουκιά:
«…καταγινόταν με την αγωνία των ακριβών υλικών του. Αυστραλέζικα στρείδια και μεγάλες γαρίδες για πρώτο, μπαραμάντι στον ατμό και ψητά μανητάρια για κυρίως πιάτο, μια αριστοκρατική επιλογή πληρωμένη από την τσέπη του σεφ για χάρη του μεγάλου αριστοκράτη, που από τη συγκίνησή του δεν έβαλε στο στόμα μπουκιά».Κάποτε ήρθε η ώρα που σώπασε, κατέρρευσε θαρρείς το σωσίβιο παραβάν του, αυτό που τον κρατούσε όρθιο μπροστά στις φωτιές του. Μακριά από αυτές πια και μακριά απ’ την έγνοια του πληρώματος, μόνος από δω και μπρος, αληθινά μόνος:
«Όταν ο ομιλητικός σωπαίνει απότομα, ποτέ δεν είναι για καλό του. Ο Γεράσιμος Σιακαντάρης, πλάσμα που χαιρόταν ή έστω ανακουφιζόταν να εκθειάζει με τις ώρες τα ευεργετικά αποτελέσματα του καλομαγειρεμένου και καλοσερβιρισμένου φαγητού, είχε στερηθεί μια ολόκληρη μέρα το παντός καιρού και κινδύνου σωσίβιο των κανελογαρύφαλλων και του αβγολέμονου, το παραβάν της δικής του μοναξιάς». Τότε δεν του μένει παρά να μετρά τον κόσμο γύρω με τις δικές του συνήθειες. Στο αεροπλάνο της επιστροφής η αεροσυνοδός…
«στο δεξιό καρπό χρυσό αλυσιδάκι με αιωρούμενα σε κρικάκια μικρά κεχριμπαρένια σαλιγκάρια, εφτά τον αριθμό, πλήρης μερίδα».
Η ζωή στα βαπόρια κυλάει με δίχως εξάρσεις. Ακόμα και τα δύσκολα είναι μέρος της καθημερινότητας. Στα λιμάνια μια ευκαιρία να πατήσουνε στεριά, να ψωνίσουν δωράκια για τις Λίτσες και της Φλώρες στην πατρίδα, για τα παιδιά, να δουν τον κόσμο, να μυρίσουν γυναίκα, να γευτούν τις ιδιαίτερες γεύσεις του τόπου:
«…οι λοιποί του πληρώματος με τα έναντι στην τσέπη ξεπόρτισαν κατ’ αρχάς για το περίφημο Kobe-steak μοσχαράκι λουκούμι αναθρεμμένο στο σκοτάδι με μπίρες και μασάζ, ακριβό, μια μερίδα στα τρία, ίσα για μεζέ και κατόπιν βόλτα στα λιγοστά μπαρ που δεν έκλειναν την πόρτα στους ξένους. Η προσδοκία για γυναικεία συντροφιά δεν εκπληρώθηκε, γιατί σερνόταν μια γρίπη που είχε κρεβατώσει τις πουτάνες, ανασκελωμένες στο τσάμπα».
Κάποιες φορές, στα λιμάνια, οι γυναίκες ανεβαίνουν στο βαπόρι κι όμως η τάξη στην …ιερά μονή του Άθως ΙΙΙ δεν διασαλεύεται:
«Η πιο ταλαντούχα στο ψάρεμα, μ’ ένα πανέρι φρέσκα βουτυρόψαρα, αγκίστρωσε και πάλι το μάγειρα, που την πλήρωνε δίκαια για όλους τους πικάντικους μεζέδες στο τραπέζι και στο κρεβάτι…» «Στην καμπίνα του από ώρα ο Αυγουστής, που εκείνο το βράδυ νήστεψε και το ψάρι και τη γυναίκα…».
Ο μάγειρας Σιακαντάρης, που τ’ όνειρό του ήταν μια Μαριάνθη να μοιραστεί μαζί του σπίτι και κρεβάτι και οικογένεια στο χωριό, «
δεν αξιώθηκε να κερδίσει δυο γυναικεία αξιοφίλητα χεράκια, να τον περιμένουν στο Κυριάκι, να πιάσουν απαλά μια χούφτα σουρωμένα μακαρόνια από το τρυπητό και να τα ανεμίσουν πανηγυρίζοντας τη σπαγκετάδα του δείπνου».Ο ναυτικός προσδοκά κι ονειρεύεται καθημερινά μέρες οικογενειακής θαλπωρής, μέρες γλυκιάς ξεκούρασης δίπλα σε πρόσωπα αγαπημένα:
«…να μην τους χωρίζουν τόσα παρατεταγμένα πέλαγα, παρά δυο καφέδες κι ένα πιάτο μουστοκούλουρα».
Αυτός ο κανόνας, που φαίνεται να αφορά όλους έχει και την εξαίρεσή του, αλλιώς τι σόι κανόνας θα ‘τανε; Όλους πλην του Μήτσου Αυγουστή, που πήρε διαζύγιο από τη στεριά και θαρρείς ξεμπάρκαρε, μόνο για να σπέρνει παιδιά, δυο κόρες κι ένα γιο, σε τακτά διαστήματα.
Η Φλώρα, το στεφάνι του,
«…κόρη μεγαλομπακάλη, εδώδιμα-αποικιακά Ο Νείλος, (βοηθούσε στις Γιορτές προσθέτοντας και) την αριστοκρατική της νοστιμιά στα αβγοτάραχα και στους λευκούς ταραμάδες» εκεί τη γνώρισε σαν μπήκε μια μέρα να ψωνίσει:
«…μερακλίδικα μπινελίκια, εκατόν πενήντα δράμια πολυτέλεια σε εργένικες βεγγέρες» ο ξέμπαρκος Αυγουστής.
Ένας γάμος που τσούλησε σαν μέσα σε σουέλ -το σύνηθες βουβό κύμα των γάμων της ρουτίνας- μασώντας δεκαετίες με το κενό της απουσίας. Τα λίγα περάσματα του Μήτσου από τον Πειραιά δεν φτούρησαν. Ακόμα κι όταν βρίσκονταν μαζί στη στεριά, εκείνος άφηνε το νου του να ταξιδεύει:
«…παρέα με δυο Γάλλους καπετάνιους να γεύονται σ’ ένα ρεστοράν πράσινους αχινούς, λευκά καβούρια και πατέ φώκιας από τον ποταμό Σαν Λόρενς κι ας φώναζε η παλαβωμένη με τα ζώα Μπριζίτ Μπαρντό, ο ωραίος κώλος της γαλλικής ιστορίας». Απόπειρες ευζωίας κατά μόνας αφού και η Φλώρα απ’ τη μεριά της
«τραγάνιζε τον αργό καιρό οργώνοντας με το αμάξι Αττικοβοιωτία κι Εύβοια με όποια χωρισμένη ή χήρα έβρισκε πρόθυμη για ούζα, χάζι και θάψιμο του αρσενικού γένους».
Η μεγάλη κόρη
«που δεν ήξερε να καθαρίζει φασολάκια» κι έβλεπε στο βίντεο
«την πεθερά της να παστρεύει μια λεκάνη τσαουλιά» για να μάθει. Η μικρή
«είχε κάνει κώλους, όλο προφιτερόλ και μυθιστόρημα». Κι ο βενιαμίν που
«τα μακαρόνια του τα έτρωγε ένα ένα, τα μπιζέλια του καμακωμένα στα δόντια του πιρουνιού δυο δυο, τις φακές του μετρημένες στο κουτάλι τρεις τρεις, προσηλωμένος στην αριθμητική του πιάτου, μικρός μικρός και τυραννισμένος από το κομφούζιο που βάραινε το παιδικό του κεφάλι».
Φωτογραφίες απ’ το σπίτι μια πικρή νότα υπενθύμισης:
«όλοι ενωμένοι, αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, στο τραπέζι παραψημένη γαλοπούλα και παραβρασμένο ρύζι δια χειρός Φλώρας(!) και δώστου ν’ αναβλύζουν σαν αναθυμιάσεις οι γλυκανάλατες εξιστορήσεις με συγκρατημένες μπηχτές για τον παπούλη που μας λείπει, […]ενώ οι του σογιού λέγανε από μέσα τους, ποιος ξέρει πού να βρίσκεται και ποιες να ψωλοκοπανάει ο κωλόγερος».
Ήρθε μια μέρα όταν η θάλασσα αποφάσισε να τον επιστρέψει τον Μήτσο στη στεριά που ήταν πια αργά:
«Τα παιδιά του απλώς άκουγαν την ανόητη προσπάθεια των μεγάλων να μην αλληλοφαγωθούν μαζί με το γουρουνόπουλο, να μην αλληλοξεφωνηθούν στο παρφαί και στον εσπρέσο, κι αναρωτιούνταν μέσα τους, και το καθένα χώρια, αν άξιζε τόσος συμβιβασμός».
Και η Φλώρα, σωστό ναυάγιο πλέον, κουφάρι συζύγου:
«…ένοιωσε το στόμα της να ξαναγίνεται γουδί, έτοιμο να γουδοκοπανίσει τη ζωή της και να τους κάνει όλους αλοιφή».
Κουρασμένη κι ανήμπορη να μοιραστεί και το ελάχιστο «….το δείπνο, κάτι ευκολοχώνευτο, μπορεί άσπρο ρύζι και γιαούρτι, αλλά για να μη μαγειρεύει, αφού κάτι την εμπόδιζε να ξαναμπεί στο σχήμα στεφάνι-τσουκάλι, καλύτερα λίγη φέτα και φρούτο».
«…να μην ακούει πια για τις ποντικοουρές των παντζαριών, τις γυάλινες κεραίες των σαλιγκαριών και τα χριστιανικά αγκάθια της αγκινάρας…»«Το μεσημέρι της επομένης στο τραπέζι με τα μαριδάκια και τα βλήτα μπήκε και τρίτο σερβίτσιο, είχε έρθει ο Αντώνης…» ο γιος σωσίβιο στα δύσκολα… σε στεριά και πέλαγος. Εκείνος έμελλε να δώσει τη λύση βιώνοντας μέσα σε λίγο χρόνο, έστω και με καθυστέρηση το πέρασμα από την εφηβεία στην ενηλικίωση. Ήξερε ήδη από τις μέρες αποκάλυψης που βίωσε στο βαπόρι τις εξομολογητικές κουβέντες του πατέρα, που ήρθαν κι έδεσαν με τις διερευνητικές επισκέψεις του στην ίδια την πέτρα του οικογενειακού σκανδάλου, στην Εύα του προαιώνιου όφι:
«Μάσησε δυο φουντούκια, έλαβε δυνάμεις, πήρε φόρα.
-Τα όχι θέλουν ψηλό λαιμό και δεν τον είχα…
Μια σταφίδα, μια ανάσα, άλλη μια σταφίδα και η συνέχεια.
-Μόνο το πράμα της Λίτσας δεν έσταξε πάνω μου ούτε μισή σταγόνα δηλητήριο…»
Η τρελά ερωτευμένη Λίτσα:
«Δεν με κουράζει που δε μιλάς. Μη μιλάς. Καθάριζε εσύ το πορτοκάλι και άσε με ν’ ακούω τη μυρωδιά του».
Η Λίτσα, που
«δεν έχει το σθένος να μαγειρέψει το κουνέλι αλλιώς, μόνο στιφάδο», που αγαπάει και υφαίνει προς τούτο στον αργαλειό της ζωής τα νιάτα της. Δεν υπάρχουν μνηστήρες στο βασίλειό της, έχει αυτό που θέλει κι ας μην το ‘χει, αφού το δικό της σουέλ, εκείνο της πικρής πραγματικότητας που βιώνει, την κάνει να αποδέχεται τα πράγματα με ανοιχτή καρδιά και τη σοφία των πραγματικά ερωτευμένων:
«Τα νιάτα τέλειωσαν τα ξεπέρασα. Ό,τι μου λείπει είναι από γηρατειά. Χάνω τα κανονικά όσων γερνούν μαζί. Να παλέψω ν’ αγαπώ τα μάτια του σακουλιασμένα, τα μάγουλά του σαν κρίθινα παξιμάδια».
Περάσανε τα χρόνια,
«..τελικά η ζωή τρώγεται μπουκιά μπουκιά», ο Μήτσος αφού ολοκλήρωσε τον άθλο να καπετανεύει στο καράβι μια δεκαετία τώρα με δίχως μάτια, τυφλός ένεκα κεραυνοπληξίας στο Όρος, ούτε να δει
«…όλο μαζί μέγεθος μπάμιας, το μενταγιόν στο λαιμό» της, αφού αναστέναξε πολλές φορές μες στο βαπόρι τη θύμησή της κι αφού ομολόγησε:
«Λίτσα Τσίχλη και Μικρασιατική Καταστροφή... άδολα μάτια… κορμί δαδί και η ψυχούλα της… μια χούφτα στάρι σπαρμένη σ’ όλο το σπίτι».
Φυλλομετρά τις μέρες της η Λίτσα:
«…παραμονή Αγίου Δημητρίου… δεν έχω να χτενίσω Δήμητρες και γυναίκες Δημήτρηδων μπουκωμένη από τα σουδάκια και εκλεράκια που φέρνανε οι εορτάζουσες….»,
Και κάθε τόσο θα γυρίσει και θα πει τα δικά της:
«…τη μάνα μου τη σκοτώσανε πολύ νέα, γιατί έδωσε στους αντάρτες την κότα μας»,
«…ευλογημένα τα πολλά χέρια, καταραμένα τα πολλά στόματα»,
«…χαρά μου, εσύ, τα μακαρόνια θένε τρεις φέτες ψωμί για να χορτάσεις»,
«Κυριακή πρωί ο καιρός μουντός, ο καφές διπλός».
«Ψήνεστε για γαλακτομπούρεκο;» το ερώτημα του γιου.
«…σε λίγο καιρό όλα θα κυλούσαν στο αυλάκι του κήπου, των σκορδομακάρονων και των τραγουδιών».«Τα μπουζούκια και τα γαλακτομπούρεκα αφόπλισαν το Μήτσο, στα δύσκολα οι άνθρωποι γυρεύουν να πιαστούν από κάτι, και από προσχήματα, άλλο τίποτα».
Στις τελευταίες σελίδες, κι όταν επιτέλους βρέθηκε "φιλοξενούμενη" στο σουέλ του ξέμπαρκου καπετάνιου, μέσα στο κουζινάκι της, θα πει με αυτοπεποίθηση:
«και μ’ αρέσει πολύ, πιο πολύ από το καθετί, να βαστώ ένα κουνουπίδι και να βρίσκομαι στο δρόμο για το σπίτι».
Η αιώνια Λίτσα, καθαγιασμένη και ισότιμη στο σουέλ της ζωής, κλείνει με δική της αφήγηση το βιβλίο με μια κουβέντα που δεν κρύβει την αλήθεια της. Σε όλους αρέσει να ξέρουν ότι έρχονται από κάπου, κάπου πηγαίνουν, κάτι κρατούν και κάποιον θέλουν για να το μοιραστούν. Τυχεροί όσοι γνωρίζουν αυτά τα ελάχιστα σημεία του ορίζοντά τους. Ακόμα τυχερότεροι, όσοι στη ζωή τους μπόρεσαν να διαρρήξουν αυτούς τους ορίζοντες. Ταξιδευτές που δεν ξέρουν, ούτε πού πάνε κι ούτε από πού έρχονται. Που χάρηκαν το ταξίδι, γεύτηκαν συγκλαδοκορμόριζα το σουέλ τους, συχνά πικρό κι άλλοτε γλυκό, ξινό, στυφό ή αλμυρό, με όλη την «αμαρτία» ν’ αγαπάς, ν’ αγαπιέσαι και να το χαίρεσαι.
Σημείωση: Σκόρπια τα υλικά της συνταγής, η συρραφή αυθαίρετη κι αν το πιάτο που σερβίρεται είναι απολαυστικό, είναι από την ποιότητα και την ποικιλία του σουέλ των χαρακτήρων: του καπετάνιου, της Φλώρας, του γιου, του Σιακαντάρη και της Λίτσας. Όλοι στο Σουέλ
"τα έχουν κάνει θάλασσα". Γι αυτό και δεν είναι τυχαίο που σε μια θάλασσα τριακοσίων σελίδων -την πιο καλοτάξιδη απ’ όλες της Καρυστιάνη- ο βουβός πόνος της μοναξιάς του καθενός, πλέει σαν θαλασσόξυλο με
«δίχως θέληση για στεριά», σπρωγμένος θαρείς από το αντιμάμαλο ολοένα και πιο αρόδου.