Wednesday, January 31, 2007

Gadgετάκια

Από τότε που ο Γραμματικάκης έγραφε στην «Κόμη της Βερενίκης» πως:
«Το 95% των επιστημόνων, στην πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού, βρίσκονται σήμερα εν ζωή»
-κουβέντα που μας ξάφνιασε ευχάριστα για την αλήθεια της- πέρασαν δεκαεπτά χρόνια.
Σήμερα μια άλλη αλήθεια, που εκφράζεται πάλι μ’ ένα παρόμοιο ποσοστό, δεν μας ξαφνιάζει. Ο Vinton Cerf, ο επονομαζόμενος και πατέρας του διαδικτύου ήταν πριν από λίγους μήνες στην Αθήνα. Σε συνέντευξή του στο περιοδικό Έψιλον σις 12/11/06, δήλωσε πως:
«Το 99% των εφαρμογών του Ίντερνετ δεν έχει εφευρεθεί ακόμα».
Μάλιστα! Αντιλαμβανόμαστε τί σημαίνει αυτό. Αν ακόμα δεν έχει εφευρεθεί, αυτό σημαίνει ότι το μεγαλύτερο από αυτό που υπολείπεται δεν το έχουμε σκεφτεί ακόμα. Ούτε λίγο ούτε πολύ, αυτό που συμβαίνει με την τεχνολογία –εγώ τουλάχιστον έτσι το αντιλαμβάνομαι- είναι ένας αγώνας δρόμου. Ό,τι και να σκεφτεί κανείς σαν πιθανό επίτευγμα, είναι θέμα χρόνου το πότε αυτό θα γίνει πραγματικότητα.
Παράλληλα γίνονται παράπλευρες μάχες:
- για την επινόηση νέων συσκευών που θα καλύπτουν πιθανόν νέες ανάγκες,
- για το design,
- για νέες τεχνολογικές εφαρμογές.


Μια τέτοια είναι και τούτο το γκατζετάκι που θα φέρει μια μικρή επαναστασούλα σε όσα ξέραμε σχετικά με τους λογής «τσελεμεντέδες».
Σε λίγο αγαπητοί θα μπορούμε να απολαμβάνουμε τον Αθήναιο ολοζώντανο. Κι αν ο ίδιος δεν θέλει, με τον ίδιο τρόπο που εκείνος ανεβοκατεβάζει τα αγαπημένα του τραγούδια, θα μπορούμε, έτσι τακτοποιημένες και αρχειοθετημένες που έχει τις συνταγές του, να τις έχουμε στο i-pod ή ακόμα καλύτερα στο coo.boo το φοβερό digital cook book δηλαδή. Εκεί θα μπορούμε να φορτώσουμε αρχεία, μέσω υπολογιστή, αναλυτικές συνταγές, βίντεο με τους αγαπημενους μας σεφ και παρουσιαστές.


Ε, δεν είναι και λίγο να μαγειρεύεις με τη Βέφα πλάι σου και να βλέπεις ζωντανά, τι δεν πρέπει να κάνεις για να κάψεις μια μπριζόλα!
Τα ταξίδια του Μαμαλάκη θα αγοράζονται όπως σήμερα τα ring tones, κομμάτι κομμάτι και συνταγή τη συνταγή.
Ο Όλιβερ ήδη κάνει δοκιμαστικά γυρίσματα.
Εταιρίες οργανώνονται για να πλασάρουν με ήχο και εικόνα, διαδικτυακά, μέσα από i-pod και coo.boo την πραμάτεια τους.

Το γκατζετάκι μπορεί σήμερα να είναι ακόμα εκτός εμπορίου, αλλά σύντομα θα περάσει στην παραγωγή, για να τρελλάνει κι αυτό με τη σειρά του το καταναλωτικό κοινό.


Στις αποθήκες μας αναπαύονται μια σειρά από συσκευές. Απαξιωμένες από χρόνια, σχεδόν άχρηστες. Και είναι ακόμα ένα ποσοστό, δικό μου αυτή τη φορά που έχω να καταθέσω εδώ:
Το 99% των συσκευών και μηχανημάτων που έχει σκαρώσει η ανθρώπινη εφευρετικότητα στην πορεία της ιστορίας έχουν σήμερα απαξιωθεί. Να τις χαιρόμαστε τουλάχιστον στην ώρα τους. Να απολαμβάνουμε όσα μας χαρίζουν.
Ταιριάζει απόλυτα αυτή μου η ανακάλυψη με μια ακόμα αλήθεια που μας χαρίζει ο Γραμματικάκης:
«Πολλές μορφές ζωής εξαφανίζονται –περίπου το 99% από όσες εμφανίστηκαν κάποια στιγμή δεν υπάρχουν σήμερα»
Πού πήγαν οι εξαφανισμένες μορφές ζωής; Μα, στα υπόγεια του ανθρώπινου πολιτισμού, στις αποθήκες μας, απαξιωμένες, σχεδόν άχρηστες ή μάλλον χρήσιμες στον καιρό τους για να συντηρηθεί αναμμένη η καρβουνωσιά που έπλασε τον Homo Sapiens. Σάμπως η φωτιά δεν ήταν που έκανε την αρχή …του Προμηθέα;
Μια τέτοια φωτιά καίει ως φαίνεται και τα στήθη του Αθήναιου και βάλθηκε να μας ξαφνιάζει ευχάριστα. Ήδη πριν αλέκτωρ λαλήσει τρις κι ενώ έγραφα όλα τα παραπάνω, με διέψευσε. Νάτος λοιπόν που το "θέλει δε θέλει" το κάνει ...θέλει και παραθέλει. Στην ώρα του. Που παναπεί... πρώτος!

Άντε και με εικόνα στο άμεσο μέλλον.

---

Σημείωση: Για όποιον το ψάχνει περσότερο... ΕΔΩ !

Labels:

Tuesday, January 30, 2007

Στην ψαροκασέλα

Εξαιρετικά αφιερωμένη,
μια παραφασάδα
απ΄το «Τραβέρσο».

Ας μου σχορνά
ο Κόλιας
την απρέπεια.

Φρόντισε αμέσως του mpampaki επιθυμία
του Landlord φιλοσοφία, kapolozo απορία.
Δίπλα σε γάμπαρη χοντρή κι εντόπιους κολιούς
Αλλού σε λέγανε φαγκρί, μα σε καλούσαν Ζέτα
Τι με κοιτάς, θα σου θυμίσω εγώ πού μ’ είδες
Σε μια ψαροκασέλα σε είχα ανάστροφα ζαβώσει
Διψάς στη σχάρα
Ξάπλα ψήσου γύρνα
Γυμνή. Μονάχα λαδολέμονο σου πρέπει
Στερνό κρασί του λιμανιού δεν πάει χαράμι
Αμαρτωλός που δε σταθεί μεζέ ν’ αρπάξει.
Από μικρός βιαζόμουνα, μα τώρα δεν βαστιέμαι!

Labels:

Saturday, January 27, 2007

Φρέσκα ψάρια

Πολύς λόγος γίνεται για τα ψάρια, τη φρεσκάδα τους, την δυνατότητα που έχει ο καταναλωτής να ξεχωρίζει το φρέσκο από το μπαγιάτικο και άλλα τέτοια. Μάλιστα οι ψαράδες, οι ιχθυέμποροι, και οι εστιάτορες που πουλάνε ψάρι, αντιμετωπίζονται τουλάχιστον με δυσπιστία. Σαν να έχουν από πολλού απωλέσει την έξωθεν καλή μαρτυρία.
Από πολλού; Από πότε δηλαδή; Μα από πάντα!
Ήδη υπάρχουν μαρτυρίες από την Αρχαία Ελλάδα όπου τιμωρούνταν οι ιχθυοπώλες ακόμα κι αν έβρεχαν τα ψάρια στα πανέρια τους, μιας και σκοπό είχαν να τα κάνουν να δείχνουν ελκυστικά και μάλιστα φρέσκα. Ενώ δεν ήταν; Τί να σας πω; Προσπαθώ καμμιά φορά να ταξιδέψω νοερά σε κείνη την εποχή. Πόσο φρέσκο μπορεί να ήταν ένα ψάρι στην τότε Αθήνα, πριν από δυο χιλιάδες χρόνια; Σχετικό είν’ αυτό. Φαντάζομαι ότι όπως και σήμερα συμβαίνει αυτά τα πράγματα είναι ελαστικά όσο παίρνει. Άλλους κανόνες είχαμε μέχρι χτες, άλλους θεσπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση από την ώρα που διαβήκαμε το κατώφλι της. Δέστε και τη φιλολογία τη σχετική με το γάλα, όπου πολύς λόγος γίνεται για να κερδίσει λίγες μέρες παραπάνω το «φρέσκο» γάλα στο ράφι.
Ακούω και διαβάζω και κάποια φαιδρά. Λέει, άμα πας σε ψαροταβέρνα και διαλέξεις π.χ. τη συναγρίδα σου, βγάλτης ένα μάτι. Ορίστε; Ναι! Έτσι, λέει, δεν μπορεί παρά να σου ψήσουν αυτή, μιας και δεν μπορούν να σου ψήσουν άλλη και τη δικιά σου να την ξαναπουλήσουν. Ποιος παίρνει μονόφθαλμη συναγρίδα; Πολύ ωραία. Εγώ λοιπόν προτείνω να της βγάζουμε και τα δυο μάτια (στην ανάγκη να της πετάμε τα μάτια έξω). Ακόμα, αν αυτό μας ευχαριστεί, αν δηλαδή μεγιστοποιεί την προσδοκώμενη απόλαυσή μας να της κόβουμε σαδιστικά τα πτερύγια και την ουρά. Κι αφού δηλαδή της γαμήσουμε το ταμτιριρί, τότε και μόνο τότε να περνάμε στην επόμενη φάση της παρτούζας, όπου ομού μετά των εκλεκτών συνδαιτυμόνων μας θα τη χαιρόμαστε τη γαμημένη τη συναγρίδα μας. Την ολόδικιά μας συναγρίδα.
Εγώ λέω ότι -ακόμα και στα καλύτερα μπουρδέλα- πας εις γνώσιν σου ότι μπορεί και να σου τύχει «άσχημη», πας όμως με την πουτάνα και πληρώνεις γι αυτό. Αν τολμήσεις να της γαμήσεις την αξιοπρέπεια -της ίδιας ή της τσατσάς- πας χαμένος. Γι αυτό ας σεβαστούμε τον ψήστη και κυρίως τη συναγρίδα. Έτσι κι αλλιώς, όπως και στον έρωτα, ένα καλό – αργό - ψήσιμο, μπορεί να καλύψει μικρά ελατωματάκια όπως η έλλειψη φρεσκάδας. Αλλά κι ένας κακός ή τουλάχιστον εκνευρισμένος από τη συμπεριφορά μας ψήστης, μπορεί να ακυρώσει τα κάλη μιας λαχταριστής συναγρίδας. Τόμπολα!

«Ουδέ είς
μάγειρον αδικήσας αθώος διέφυγεν»
[1],
διδάσκει ο Μένανδρος στον «Δύσκολό» του και αυτό ας το ‘χουμε καλά στο μυαλό μας πριν βγάζουμε της συναγρίδας, αλλά και τα δικά μας μάτια.

Ένα ψάρι που έχει συντηρηθεί καλά από την ώρα που ψαρεύτηκε ως την ώρα που ήρθε στο πιάτο μας, ακόμα και 2-3 ημερών να ‘ναι εγώ θα το λεγα φρέσκο.

Ένα ψάρι όμως δεν είναι φρέσκο, ακόμα και από το καϊκι να το πάρεις, άμα το ‘χει χαϊδέψει κάμποσες ώρες ο ήλιος, ή άμα βρέθηκε στην ψαραγορά κι εκεί δεν προστατεύθηκε όσο έπρεπε. Τότε και μισής μέρας να ‘ναι το ψάρι ...χαιρέτα μου τον πλάτανο!
Ένα ψάρι δεν είναι φρέσκο όταν το αγόρασες χτες το πρωί σπαρταριστό, πέρασες από το καφενείο, ήπιες καφέ, το έκανες βόλτες με τ’ αυτοκίνητο να γνωρίσει τη διαδρομή ψαράδικο – δουλειά - σπίτι, το άφησες με την πλαστική σακκούλα όπως ήταν στη συντήρηση του ψυγείου και σήμερα το μεσημέρι θυμήθηκες να το ετοιμάσεις για το βραδυνό δείπνο. Μάλλον για πέταμα είναι και ας μην κάνετε τον κόπο για περαιτέρω κόλπα. Τα οικιακά ψυγεία δεν έχουν την απαιτούμενη ψύξη να «κρατήσουν» το ψάρι μας φρέσκο, ιδιαίτερα όταν η σωρός του έχει πιθανότατα υποστεί και την ταλαιπωρία αποκομιδής από το καΐκι, στην ιχθυόσκαλα, στην Κεντρική Αγορά, στο συνοικιακό ψαράδικο...

Στα νησιά, με το ψάρι, υπάρχει μια σχετική ευκολία, μιας και ιδιαίτερα όταν δεν πλημυρίζουν από επισκέπτες, η προμήθειά του είναι μια ευχάριστη διαδικασία και συνήθως ό,τι παίρνουμε σπαρταράει ή είναι αποβραδίς ψαρεμένο. Άρα δεν τίθεται θέμα. Ή μήπως τίθεται;

Σημείωση [1] Αθήναιος, Δειπνοσοφιστών Θ΄ (Κανένας που αδίκησε μάγειρο δεν ξέφυγε ατιμώρητος)
---
Στο θέμα της φρεσκάδας θα επανέλθουμε, όχι βέβαια στη βάρβαρη βάση άλλων πολιτισμών, όπως στο επισυναπτόμενο φιλμάκι, το οποίο εδώ από την πλευρά μας, δεν έχει άλλο παρά καταγγελτικό λόγο φιλοξενείας.
Η τροφή μας στην μεγάλη της πλειοψηφία πριν καταλήξει στο πιάτο μας ήταν ζώσα. Σαν τέτοια λοιπόν της αξίζει το ελάχιστο:
ο σεβασμός!



.............--------.....

Labels:

Saturday, January 20, 2007

soupe au cochon


Έστω και με καθυστέρηση 12 ωρών ανέβηκε το φιλμάκι που "αρτύζει" τη φασιστόσουπα του προηγούμενου post.

Labels:

Friday, January 19, 2007

η φασιστόσουπα


Γνώτω η ακροδεξιά σου τι τρώει η φτωχολογιά σου.

Αλίμονο συμβαίνουν κι αυτά και βέβαια δεν είχαμε καμιά αμφιβολία.
Η ακροδεξιά οργάνωση SDF (Αλληλεγγύη των Γάλλων) αποφάσισε να διανέμει δωρεάν σούπα στους άστεγους του Παρισιού.
Υπήρξαν διαμαρτυρίες. Παρενέβη η Γαλλική δικαιοσύνη και σήμερα έχουμε μια απόφαση που απαγορεύει την συγκεκριμένη δραστηριότητα αυτού του κόμματος σαν ρατσιστική. Με μια πρώτη ανάγνωση ξαφνιάζεται κανείς. Πολύ περισσότερο όταν μάθει ότι της σούπας έπονται κι άλλα τρόφιμα, καφές και ρουχισμός.
Μπράβο, λες, ευαισθησίες αυτοί οι χριστιανοί.
Αλλά ας πάμε στο ζουμί της υπόθεσης. Έτσι κι αλλιώς το επίμαχο σημείο είναι η σούπα -μια φασιστόσουπα στην κυριολεξία- η οποία έχει πολύ ζουμί από ‘κείνα που μόνο «φασιστικά γουρούνια» μπορούν να εμπνευστούν.
Μιλάμε για μια φτηνή γουρουνόσουπα. Μάλιστα! Σούπα δηλαδή φτιαγμένη από κοψίδια γουρουνιών. Οι άστεγοι και πένητες του Παρισιού ανάμεσά τους και οι γνωστοί μας clochards, καλούνται να χορτάσουν την πείνα τους.
Η καλά οργανωμένη αυτή κίνηση της SDF έχει την υστεροβουλία του έμμεσου αποκλεισμού του μεγαλύτερου πλήθους των απόρων και αστέγων, μουσουλμάνων κυρίως αλλά και εβραίων που δεν τρώνε χοιρινό.
Η κίνηση εγγράφεται στον σκληρό μας σαν εξόχως ρατσιστική και απάνθρωπη δεδομένου ότι παίζει με την πείνα, την πίστη και τον πολιτισμό εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων και χαιρόμαστε που βρέθηκε δικαστική Αρχή στη Γαλλία να σταματήσει τον εμπαιγμό.

Αλλά είπαμε ήδη πολλά κι ο Harold Pinter στις «Φωνές», εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, τα λέει καλύτερα και με λιγότερα λόγια:

...Πιστεύω ότι φταίει ο τρόπος που χρησιμοποιούμε τη γλώσσα για το ότι έχουμε πέσει σ'αυτή τη τρομερή παγίδα, όπου λέξεις όπως ελευθερία, δημοκρατία, και χριστιανικές αξίες χρησιμοποιούνται ακόμη για να δικαιολογήσουν βάρβαρες και αισχρές πολιτικές και πράξεις. Έχουμε σοβαρό και επιτακτικό καθήκον να υποβάλλουμε τέτοιους όρους σε έντονο κριτικό έλεγχο. Αν δεν το κάνουμε, τόσο η ηθική όσο και η πολιτική μας κρίση θα παραμείνουν θανάσιμα εξασθενημένες...

Ορίστε και το επίσημο συνταγολόγιο μαζί με οδηγίες οργάνωσης του όλου εγχειρήματος. Πιθανόν να φανεί χρήσιμο σαν μπούσουλας στην Εκκλησία της Ελλάδος. Η αρχή έγινε πριν λίγα χρόνια στη Θράκη για την μείωση της υπογεννητικότητας των εκεί Ορθοδόξων και δεν απέχουμε πολύ από το ν’ ακούσουμε δια στόματος του προκαθημένου: «Le seul mot d’ordre de notre action: les nôtres avant les autres».

Γουρουνόσουπα -soupe au cochon- (για 30 άτομα περίπου)

Προετοιμασία: 2 ώρες από 2 άτομα
Βράσιμο : 3 ώρες

Υλικά
2 κιλά καπνιστό λαρδί
1 αυτί γουρουνιού
2 πόδια γουρουνιού
2 ουρές γουρουνιού
1 κιλό κρεμμύδια
2 κιλά καρότα

2 κιλά πατάτες
1 κιλό πράσα
1 κιλό σέλινο
αλάτι χοντρό

Ακόμα
5 λίτρα κρασί Héraut
6 μπαγκέτες ψωμί
6 τυριά camembert
μανταρίνια
250 γρ καφέ και ζάχαρη

Τα υλικά αγοράζονται μια φορά και χρησιμοποιούνται επανειλημμένα εκτός από τα μπολ, τα κουτάλια, τις χαρτοπετσετες και τα κύπελα που πετιούνται.

Ξεφλουδίζουμε τα λαχανικά, τα πλένουμε και τα κόβουμε σε κομμάτια. Το κρεας επίσης, για να μη χρειάζεται να χρησιμοποιηθούν μαχαίρια

Βράζουμε όλα μαζί σε νερό προσθέτοντας αλάτι. Δε βάζουμε πολύ νερό. Το φαγητό στο τέλος δεν πρέπει να είναι πολύ νερουλό.

Υπολογίζουμε 3 ώρες βρασίματος. Ελέγχουμε ότι έβρασαν όλα καλά.

Ρίχνετε τη σούπα μέσα στο ειδικό σκεύος που την κρατάει ζεστή και κλείνει ερμητικά

Ένα άτομο δίνει από ένα μπολ σούπα και μια χαρτοπετσέτα
Ένα άλλο δίνει ένα κομμάτι ψωμί
Ένα τρίτο δίνει μια κούπα κρασί
Το τυρί και το επιδόρπιο μοιράζονται αργότερα

Ο καφές θα έχει προετοιμαστεί και μεταφερθεί μέσα σε θερμός. Ένα θερμός με ζάχαρη (8 κύβοι για 1 λίτρο) και ένα χωρίς.

Συνιστάται τα ρούχα να δοθούν στο τέλος. Φροντίστε να έχετε φυλλάδια (μπροσούρες) για τους περαστικούς.
Φροντίστε για ένα σάκκο απορριμμάτων. Σημαντικό ν΄αφήσετε το χώρο καθαρό.
...
Όχι ουρές αναμονής, ούτε σειρά προτεραιότητας. Η μόνη προϋπόθεση για να φάτε μαζί μας: να τρώτε χοιρινό.

Σε περίπτωση αμφιβολιών, ζητήστε την κάρτα μέλους της "Αλληλεγγύης των Γάλλων". Αν το άτομο δεν έχει την κάρτα, πάρτε τα στοιχεία του και εξηγήστε ότι θα γίνει αποδεκτό αν το συστήσουν 2 μέλη μας. Καταστήστε σαφές ότι δεν έχουμε αρκετά ούτε για τους δικούς μας.

Προσοχή! Τυρί, επιδόρπιο, καφές, ρούχα, λιχουδιές πάνε μαζί με τη γουρουνόσουπα.
Όχι σούπα, όχι επιδόρπιο....
Το μόνο μότο μας είναι: Ο ι δ ι κ ο ί μ α ς π ρ ι ν α π ό τ ο υ ς ά λ λ ο υ ς.

Βλέπε και: Ένα σχετικό φιλμάκι.

καθώς κι ένα σχόλιο: Εδώ

Labels:

Tuesday, January 16, 2007

μπαρμπούνια, δεντρολίβανο και άλλες παραμυθίες

Eίχαμε μια «καλή καγαθή» δασκάλα στη Δευτέρα Δημοτικού, την κυρία Νταίζη, η οποία σε εποχή που το δέκα άριστα με τόνο ήταν πασατέμπος για μένα, «τόλμησε» να μου βάλει δέκα σκέτο! Τρεις φορές πήγα στην έδρα και με επιμονή ζητούσε ο διάολος μέσα μου την επανεξέταση του γραπτού και παρά το ένα λαθάκι που μου στέρησε την υπέρβαση του δεκαριού, τη στεφάνωσή του, με δάφνες ενός δοξαστικού άριστα με τόνο.

Το προχτεσινό Gourmet της Ελευθεροτυπίας «μου χάρισε το ωραίο ταξίδι» πηγαίνοντάς με σχεδόν σαράντα χρόνια πίσω. Στα σπλάχνα του έκρυβε μια αποκάλυψη. Ο κ. Θ.Κ. κάνει κριτική-παρουσίαση μιας ψαροταβέρνας στο Τουρκολίμανο του Πειραιά. Άσχετο, αλλά εγώ την κυρία Νταίζη θυμήθηκα και την σύνεσή της στη βαθμολογία. Ας είναι ελαφρύ το χωματάκι της.
Αντιγράφω από τη σελ. 29.:
«Θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει επικές ή ποιητικές φράσεις για την κουζίνα του Κ.Π. να αναφερθεί στο τηγανισμένο σαν αραχνοΰφαντη δαντέλα μπαρμπούνι του...»
«Δυστυχώς η κλίμακα της βαθμολογίας μου είναι πολύ περιορισμένη για να χωρέσει τις επιδόσεις αυτής της ψαροταβέρνας...»
«Αξίζουν μια θέση στο υψηλότερο σκαλί της γαστρονομικής ιεραρχίας, με μόνη παρέα τη “Σπονδή” και τη “Hytra”...»
Δεν κάνω άλλη χρήση αποσπασμάτων παρόλο που σαστίζω μπρος στην πιθανή αμετροέπεια και την απίθανη παρομοιωσιλαγνεία μιας και το θέμα μου δεν είναι η αμφισβήτηση μιας κριτικής. Εξάλλου ομολογώ πως δεν γνωρίζω το κρινόμενο.
Γνωρίζω όμως ανάγνωση και γραφή τόση, που να με κάνει να εκπλήσσομαι αρκετά. Πιθανόν λοιπόν είναι να πρέπει να εφευρεθεί, χάριν του αποκαλυφθέντος ναού της ιχθυοδοξίας, μια νέα διαβάθμιση ώστε να καταστεί δυνατόν να χωρέσουν όλοι και ιδίως ο διαλαθών Λαζάρου που αποδεικνύεται εκ των συφραζομένων ελάχιστος μπροστά σε μια τέτοια αποκάλυψη.
-
Θυμήθηκα την κυρία Νταίζη. Αναγκάστηκε στο τέλος να με χτυπήσει μ’ ένα κομάτι ξύλο. Μια βέργα ιδιόμορφη, τυλιγμένη, με κόκκινο βελούδο. Αργότερα σαν πατέρας ανακάλυψα ότι αρκεί ένα παραμύθι, μια άλλου τύπου αξιολόγηση, ώστε να πετύχεις ξεπερνώντας την Δευτέρας Δημοτικού κωλο-παιδ(ε)ία. Ένα «Εύγε» στο πρόχειρο της ορθογραφίας. Μια λέξη καινούργια στο λεξιλόγιo της επιβράβευσής του, αντί άλλης βαθμολογίας σε γλυτώνει από την υπερβολή της φαντής δαντέλας και του κεντητού ιστού αράχνης που κυνδυνεύει να μετατρέψει τον επτάχρονο σε καλαμοκαβαλάρη, ενώ εκείνος απλά ήταν και παραμένει ένας πολύ καλός και ισορροπημένος γητευτής φιδιών.
Μια δασκάλα που βαθμολογεί με σύνεση, ένας πατέρας που χαϊδεύει με μέτρο, η οδηγία του Πολύδωρου Καρυοφύλλη προς φιλόδοξους κριτικούς εστιατορίων: «με σύνεση, μέτρο, γνώση και έξτρα δόση γεύσης». Δεν έχω άλλο τρόπο να εκφράσω το ξάφνιασμά μου κι ούτε μου είναι εύκολο να πλεύσω τα 95 μίλια που με χωρίζουν για να επιβεβαιώσω το οτιδήποτε.
Προτιμώ να ταξιδέψω λίγο από τηγάνι σε τηγάνι χάρη στα «αραχνοΰφαντα μπαρμπούνια» και δεδομένου ότι τώρα τον χειμώνα είναι μια καλή εποχή να τα χαρούμε.
Όρτσ’ αλά μπάντα, λοιπόν!
Στη γαλλική κουζίνα έχουμε φινετσάτες επιλογές όσο αφορά στην παρουσίαση των ψαριών. Μακριά από το δικό μας γούστο οι Γάλλοι τα παρουσιάζουν συνήθως ακέφαλα και φιλεταρισμένα. Σε μια ενδιαφέρουσα συνταγή του Ζεράρ Ντεπαρντιέ με «μπαρμπούνια γλυκάνισο και ζαφορά» οι πατάτες βράζουν με ζαφορά, τα μπαρμπούνια φιλετάρονται και ψήνονται στο τηγάνι στον πολτό των εντοσθίων τους σε μέτρια φωτιά με την προσθήκη στο τέλος βούτυρου και σπόρων γλυκάνισου[1].
-
Ο Λευτέρης Λαζάρου τα μπαρμπούνια του (ολόκληρα και καθαρά από λέπια και εντόσθια) τα περνά από χτυπημένο αβγό και ψιλό σιμιγδάλι, διαλέγοντας μια σάλτσα κόκκινου κρασιού για γευστική συνοδεία[2].
-
Ο Γιάννης Μπαξεβάνης ξαπλώνει τα δικά του σε πουρέ γλυκού σκόρδου ξεκοκαλισμένα χωρίς να κόψει τις ουρές τους, με το σχήμα τους δηλαδή κρατημένο, και γεμιστά με τουρσί αλμύρας. Βουτάει σε νερό κι αλεύρι και πάλι σε νερό κι αλεύρι και τηγανίζει σε ελαιόλαδο[3].
-
Ο Ηλίας Μαμαλάκης τα τηγανίζει φιλεταρισμένα, κυλισμένα σε μπόλικο σιμιγδάλι και τα συνοδεύει με κους κους και λαχανικά[4].
-
-

Μπαρμπούνια στο τηγάνι με δεντρολίβανο
υλικά:
μια τηγανιά μεγαλούτσικα μπαρμπούνια
φρέσκο δεντρολίβανο
ελαιόλαδο
αλεύρι για τηγάνι
αλάτι

Καθαρίζουμε τα ψάρια αφαιρώντας λέπια, βράγχια, εντόσθια. Ξεπλένουμε καλά καλά τον χώρο της κοιλιάς και ξαναβάζουμε μέσα το συκώτι και λίγα φυλλαράκια δεντρολίβανου. Αλατίζουμε και αφήνουμε να τα πιάσει το αλάτι.
Απλώνουμε αλεύρι σε φτηνή εφημερίδα. Εγώ χρησιμοποιώ συνήθως την Espresso (βλ. φώτο:-) που προμηθεύομαι από τις στοίβες που καταλήγουν στον ξυλόφουρνο του Γιώρα για κάψιμο.
Αλευρώνουμε ελαφρά. Βάζουμε λάδι στο τηγάνι, τόσο ώστε όταν μπούνε και τα ψάρια μέσα να φτάνει το πολύ ως τη μέση τους. Ανάβουμε φωτιά και όταν κάψει καλά ρίχνουμε μέσα τα μπαρμπούνια, αφού πρώτα τα τινάξουμε να φύγει το περιττό αλεύρι.
Τα τηγανίζουμε 2-3 λεπτά από τη μια πλευρά και λιγότερο από την άλλη (μιας και έχει κάψει παραπάνω το λάδι μας), τόσο ώστε η ουρές να είναι καλοτηγανισμένες και τραγανές, το δε ψαχνό τους ζουμερό. Αφήνουμε σε απορροφητικό χαρτί να τραβήξει λίγο τα λάδια, αλατίζουμε και σερβίρουμε ζεστά.

Σημειώσεις:
-Στο τηγάνι τα μυστικά είναι: ελαφρύ αλεύρωμα, καλό τίναγμα, δυνατή φωτιά, λίγα ψάρια σε κάθε τηγανιά και συχνή αλλαγή ελαιόλαδου.
-Στο σπίτι μας η αλήθεια είναι ότι σπάνια μπαίνει μπαρμπούνι καθότι έχουμε αγαπητιλίκια με άλλα ιχθυοσόγια. Ωστόσο αυτό της φωτογραφίας είναι προχτεσινό. Το συντρόφεψαν -αυτό και την παρέα του- άγρια ραδίκια του φρυ’άνου με λάδι και λεμόνι. Τα βραστά χόρτα θεωρώ πως είναι η καλύτερη παρέα για τα τηγανητά ψάρια. Πάντως, αν τα είχα σήμερα στο τραπέζι μου, θα τα έτρωγα μ’ ένα τρυφερό βραστό κουνουπίδι, με λάδι και λεμόνι, πασπαλισμένο όμορφα με τρίμα αβγοτάραχου. Τώρα βέβαια αυτό το τελευταίο το νέο μου απόκτημα είναι κάτι σαν καινούργιο κοσκινάκι μου και που να σε κρεμάσω. Θα μου περάσει!
-Το τηγανητό μπαρμπούνι μας παραμυθιάζει πως είμαστε μια ωραία δημοκρατική οικογένεια. Άλλος τρώει τα κεφάλια και τα συκώτια, άλλος τα φιλέτα κι άλλος τις ουρές! Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερότερο καθότι τρώω κεφάλια και συκώτια. Το ίδιο –παραδόξως- αισθάνονται και τ’ άλλα τρία κορόιδα στο σπίτι… Τι να πεις;
-Τέλος αρνηθείτε μπαρμπούνια κάτω από το επιτρεπόμενο μέγεθος των 11 εκατοστών και βέβαια όσο νόστιμος κι αν είναι αποφύγετε οπωσδήποτε το ψιλό που ανήκει στην κατηγορία «γόνος».


[1] «Η κουζίνα του Ζεράρ Ντεπαρντιέ», Ποταμός, Αθήνα 2005, σελ. 91
[2] «Βαρούλκο Χρώματα, αρώματα και γεύσεις», Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2006, σελ. 114
[3] Περιοδικό «FOOD guide», φ. 4, 2005, σελ 42
[4] «Μαγειρικόν» Μέρος δεύτερον, Τροχαλία, Αύγουστος 1997,σελ.59

Labels:

Friday, January 12, 2007

Η χρονιά του ψαριού

Έλαβα χτες, αρκετά καθυστερημένα (λόγω μακράς απουσίας μου), κάρτα με ευχές για το Νέο Έτος από έναν καλό φίλο.
Ομοτράπεζος, συμπότης, συνταξιδιώτης, συνομήλικος, συνεργάτης και εικοσιπέντε χρόνια φίλος, ο Γιώργος Κυπρής, με το έργο του “Small pet”, περιγράφει ακριβώς αυτό που έχω στο μυαλό μου για το 2007.
Χρονιά αγάπης για το ψάρι.
Στο όνομα όλων των φαγκριών που έχουμε χαρεί μαζί και σε κείνα που θα ‘ρθουν, το δικό μου 2007 στο ψάρι είναι αφιερωμένο!

Labels:

Saturday, January 06, 2007

Λάθε βρώσας!

Το κοκορέτσι στον «Τηγανέλο» στα Καμίνια…
Οι καλόγνωμες στα «5φ» στη Χαλκίδα…
Οι φυσαλίδες του prosecco στο «Bacaro»...
Η αποκαθήλωση των φωτογραφιών της Αλλονήσου στο «Δελφοί». Τριάντα χρόνια πάντα η ίδια παραγγελία: μακαρόνια φρέσκο βούτυρο παρμεζάνα, πιλάφι μιλανέζα…
Το εκμέκ με κρέμα καϊμάκι του Gulluoglou…
Το χύμα Αγιωργήτικο του Οινότυπου…
Το ψητό της Θάλειας, οι κουραμπιέδες της μαμάς της…
Η χάρη του Αντώνη, στο κόψιμο της λούζας…
Τα ντολμαδάκια, ένας κόκκος αλάτι και μια σταγόνα λάδι στο Αλάτσι…
Το ριζότο με άγρια μανιτάρια κι αρωματικά χόρτα στο σπίτι της Σίσσης…
Το τριανταεπτά χρόνια αναλλοίωτο στη γεύση κεμπάπ του «Θανάση»…
Το σουτζούκι στο «Μετά Χαράς» μουσικό μεζεδοπωλείον στη Νίκαια…
Ο κακουλές του «Ελιξίριον»…
Το αρνάκι φρικασέ της Πάολας, η παστουρμαδόπιτα…
Ο Καραμπέτ Μπατανιάν του οποίου γίγνονται παίδες δύο: Αράμ και Κασπάρ, στης Καλλιθέας την εκμαυλιστική ανατολίτικη Αγορά…
-
Οι περασμένες …γεύσεις πίσω μένουν, μια ομορφιά που σηματοδοτεί μέρες γιορτής.
Συνεχίζουμε και φέτος στα βήματα που ήδη πατήσαμε αργά πλην σταθερά επί ένα εξάμηνο στο 2006, με φαγάκια λυτρωτικά και σπονδές για την ευζωία και το μέτρο, φορές ξεφεύγοντας, φορές με πάθος, αλλά πάντα στο πλαίσιο που ορίζουν η εμπειρία και το ψάξιμο ενός αγαπημένου αντικειμένου, ψήνοντας στα κάρβουνα λέξεις σκέψεις, βιβλία και μαγειρικές και γεύσεις.
Βιβλία!
«Και δεν μπορώ να μη συνδέσω τις επιθυμίες για δόξες και τιμές με τη νεόπλουτη έκφανση της γκλαμουριάς που εν μέρει χαρακτηρίζει τη γαστρονομία στην εποχή μας. Ένα απομεινάρι από την εποχή του Τριμαλχίωνα, το οποίο ανθεί ιδιαίτερα στη χώρα μας. Αυτή τη γαστρονομία της βαβούρας, του κλαμπ-ρέστοραν, της μπιτάτης μουσικής, του δηθενισμού, του στρας, του φιλέτου σος ντε και καλά ντε Παρί συνοδεία μολτ από την Ιαπωνία, αυτή τη γαστρονομία της επίδειξης, της υπερβολής, της αμετροέπειας, της μόδας και της ματαιοδοξίας δεν την ήθελε ούτε ο παλιός αυθεντικός Επίκουρος ούτε ο νέος ψευδώνυμος. Διότι ούτε φυσική είναι ούτε αναγκαία. Η καλώς εννοούμενη γαστρονομία όμως, αυτή του επικούρειου μέτρου και της σύνεσης, η οποία αποσκοπεί στον γαστρονομικό στοχασμό, στο συγκερασμό των αισθήσεων, στο ραφινάρισμα των ηδονών, στην υπαινικτική αφαίρεση και στην εναρμόνιση νου και σώματος, στοιχείο σημαντικό για την ολιστική φιλοσοφία του Επίκουρου, είναι και φυσική και αναγκαία. Αν ο Επίκουρος ζούσε σήμερα και δοκίμαζε την αναβίωση της νεόπλουτης και πληθωρικής γαστρονομίας, θα συμβούλευε, μαζί με το «Λάθε βιώσας», και το «Λάθε βρώσας», δηλαδή να τρως ήσυχα και με σοφία, δίχως υπερβολές και ματαιοδοξία».

Τάδε έφη ο σύγχρονος Επίκουρος στο εστιατόριο «Σελήνη» της Σαντορίνης. Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό φιλοσοφίας “Cogito” εκδ. Νεφέλη και σήμερα αποτελεί το πρώτο κείμενο του βιβλίου του Επίκουρου: «Κριτική του γευστικού λόγου» (Δοκίμια πάνω στη φιλοσοφία, τέχνη και κουλτούρα του φαγητού) που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος.
Το απόσπασμα δεν είναι θέμα αν μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους ή όχι. Δίνει όμως την αίσθηση και συμπυκνώνει όμορφα όλα αυτά που θα ήθελα σήμερα να πω, ενώ τελειώνει σε λίγες ώρες το δεκαήμερό μας στην πρωτεύουσα.
Πέφτω με τα μούτρα στη μελέτη κι εν ευθέτω χρόνω …η συνέχεια επί της οθόνης. Τυχαίνει να είναι ένας από τους τέσσερις αρχαιώνυμους της ελληνικής γαστρονομίας που όχι τυχαία μ αρέσει να διαβάζω:
Δειπνοσοφιστής, Επίκουρος, Αθήναιος, Απίκιος.
-
Λάθε βρώσας λοιπόν και το πνεύμα εν είδει περιστεράς ας βεβαιώνει του λόγου το ασφαλές!


Υ.Σ. (Βράδυ αργά)

Home sweet home!

Στο τραπέζι ένα πιάτο σφιχτοί λαχανοντολμάδες (λάχανο κρατσανιστό στο δάγκωμα, κιμάς χοντροκομμένος χοιρινός) κι ακόμα ένα με γαλακτομπουρεκάκια τυλιχτά σαν σαρμαδάκια και μια πιατέλα μανταρίνια κι ένα σημείωμα:

"Στο ψυγήο σας έχω ένα ταψάκι παστήτσιο άψητο και ραδίκια του φρυ'άνου. Καλή Χρονιά! Φιλιά στα παιδιά και καλή τους φώτιση".

Α! ρε μάνα... κείνο το πλαστικό ποτηράκι με το διάφανο υγρό και το κλωναράκι βασιλικό δεν ήταν τελικά Mohito ε;

Labels: