Thursday, July 26, 2007

Χταπόδι στα κάρβουνα.

Έγραφα προ ημερών: "είναι τόσες οι Κυκλάδες γύρω, άντε να βρεις λογαριασμό". Κι έτσι εν όψει θερμού καλοκαιριού και μιας και μπήκαμε σε φουλ θερινή σεζόν (που δεν αντέχεται με τίποτα) είπα να πάρω μια ανάσσα. Στόχευσα λοιπόν μια απ' όλες και μπήκα στο βαπόρι της γραμμής. Άλλαξα δυο βαπόρια, πήρα ταξί, έκανα ότο στοπ και βρέθηκα (συνολικά μια ώρα διαδρομή)κάτω από ένα αρμυρίκι στην Ωλίαρο.
Ένα διήμερο γέμισμα μπαταρίας για να τσουλήσει το υπόλοιπο όμορφα.
Παναγιά, στην Ωλίαρο, Ιούλιος 2007
Και το ερώτημα επανέρχεται προς τον "καιρό", και όχι μόνο:
Ποιο είναι το νησί απέναντι;
Ωλίαρος, κοινώς ο κατάφυτος τόπος, που εγώ ευχαρίστως θα απέδιδα σαν ο τόπος που βγαίνει πολύ χταπόδι. Το χταποδονήσι. Πριν 32 χρόνια αν είναι κάτι που θυμάμαι από κει είναι μια μικρή ψησταριά στη μέση του ενός και μοναδικού δρόμου με τα λιγοστά μαγαζιά, κι έναν τύπο -Βλάσης θυμάμαι τ' όνομά του- να ψήνει αδιάκοπα χταπόδια. Πρώτη μου φορά έβλεπα τόσο πολύ χταπόδι να ψήνεται στα κάρβουνα και πρώτη μου φορά έτρωγα τόσους πλοκαμούς μαζεμένους, πνιγμένους σε μια θάλασσα ούζο "Σιαφάκας".
Ξαναπήγα φέτος. Έπιασα πάλι ένα αρμυρίκι, όχι στην Αλυκή ετούτη τη φορά, μα λίγο παραπέρα, στην Παναγιά κι αφέθηκα στην ηδονή του καλοκαιριού. Κάθε μεσημέρι έπαιρνα τον δρόμο προς το μοναδικό οικογενειακό ταβερνάκι της περιοχής. Ζήταγα από τον μάστορα στο κουβούκλιο με τις σχάρες και τ' αναμμένα κάρβουνα, ένα χταποδάκι (όχι πολύ ψημένο), ένα ποτήρι ούζο από τη νύφη του κι ύστερα κι άλλο, κι άλλο...
Κάποτε επέστρεψα στη βάση μου, με την καρδιά ξαραθυμισμένη και την ψευδαίσθηση πως κι αυτό το καλοκαίρι το χρέος των διακοπών απεσβέσθη.
Διακοπές δύο κλεμμένων ημερών.
Εξόχως χαλαρωτικές!
~~~~~~~~~~~~~~~~~
Χταπόδι στα κάρβουνα.
Λιάζουμε το χταπόδι να χάσει λίγα υγρά.
Ανάβουμε κάρβουνα. Τ' αφήνουμε να χωνέψουν.
Βάζουμε το χταπόδι στα σχάρα κομμένο συνήθως πλοκαμό-πλοκαμό ή και ολόκληρο.
Δεν το ψήνουμε πάρα πολύ για να μη χάσει τη δροσιά του.
Σερβίρουμε και στάζουμε πάνω του λίγο ξίδι και λάδι.
~~~~~~~~
Σημείωση:
1. Λένε πως το χταπόδι πεθαίνει τότε μόνο όταν νοιώσει το ξίδι. Αν πίνουμε κρασί το αποφεύγουμε. Στάζουμε λεμόνι ή ακόμα καλύτερα απολαμβάνουμε το μεζέ μας σκέτο με δίχως τίποτα.
2. Το χταπόδι το λιάζουμε και για να το συντηρήσουμε. Όταν αφυδατωθεί πλήρως δεν χαλάει, αρκεί να το τυλήξουμε σφικτά σφιχτά σ' ένα πανί και να το φυλάξουμε σε στεγνό μέρος χωρίς υγρασία. Έτσι βολεύονταν οι ναυτικοί στα νησιά (προμηθευόμενοι λιαστά χταπόδια με τα τσουβάλια) για τις ανάγκες των ταξιδιών. Το λιαστό χταπόδι για να επανέλθει, να ψηθεί όμορφα και να 'ναι ζουμερό, θέλει λίγο μούλιασμα σε νερό ή ακόμα καλύτερα σε κρασί.

Labels:

Sunday, July 22, 2007

Harvest ...καλοκαιρινό!

Αυτή είναι μια μα'ειργιά λουβιά.
Σημερινή συγκομιδή.

Θα ήθελα πολύ να υποδεχτώ με τούτα στο νησί έναν καλό φίλο, μα'ειρεμένα έτσι, που δεν θα τα 'χει ξαναφάει και που σίγουρα θα ευχαριστούσαν και τη μάνα του ακόμα.
Εξάλλου θα 'ναι -κατά δήλωσή του- απασχολημένος το Σαββατοκύριακο διδάσκοντας σε ταχύρυθμα σεμινάρια τα μυστικά της "πόρσε".
Το 'χω δουλέψει λίγο στο μυαλό μου το θέμα με τα λουβιά κι άμα γυρίσω (γιατί φεύγω ναι) σε καναδυό μέρες, τα λέμε.
Και μη ρωτάς που πάω.
Είναι τόσες γύρω μου οι Κυκλάδες, άντε να βρεις λογαριασμό.

Thursday, July 19, 2007

Με πολλή αγάπη γραμμένο

Μόνο ένας άνθρωπος που αγαπά πολύ τον τόπο του μπορεί να γράψει το εξαιρετικό κείμενο που ακολουθεί.


24 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΤΟΥ 2079 μ.Χ.

του Παναγιώτη Κουσαθανά

Όσο περνούσε ο καιρός κι έβλεπε ο Π. ν’ αβγαταίνουν ολοένα οι τουρίστες που κατάφταναν κάθε καλοκαίρι στο νησί, μεγάλωνε μαζί και η ανησυχία του. Όχι για το νερό και το φαγητό που ίσως δεν θα έφταναν για τόσα στόματα ούτε για τα δωμάτια που θα έπεφταν λίγα. Όχι για τα ξενυχτάδικα που δεν θα χωρούσαν τη διασκέδαση τόσου κόσμου ή τις ομπρέλες και τις ξαπλώστρες, που δεν θα επαρκούσαν στην πασαρέλα της αμμουδιάς. Ως προς τις παραπάνω ανάγκες οι υποδομές του νησιού ήταν αξιοζήλευτες και είχαν επισύρει τον φθόνο των υπόλοιπων νησιωτών.
Άλλος ήταν ο φόβος του Π. Πού θα χωρούσαν και πώς θα μεταφέρονταν τα σκατά που θα έχεζαν τόσοι κώλοι. Οι δεκάδες καταθλιπτικοί αγωγοί, που η πίεσή τους συμποσούται σε εκατοντάδες, αν μη χιλιάδες, ατμόσφαιρες, τα στέλνουν από τον κεντρικό αποθέτη προς την άλλη άκρη του νησιού, την κρυμμένη και αόρατη, όπου η μονάδα επεξεργασίας τα μεταμορφώνει σε καθαρό νερό και θρεπτικότατη κοπριά λύνοντας έτσι το πρόβλημα του ποτίσματος και της λίπανσης για τα καμπούρικα δέντρα, τα αγγούρια και τις τομάτες του λείψυδρου και ανεμόδαρτου νησιού. Όλοι έχουν να το λένε πως χάρη σ’ αυτή την πολυποίκιλη τροφική αγωγή τα λαχανικά του τόπου είναι νοστιμότατα.
Παρά την τρομακτική πίεσή τους οι αγωγοί είναι σχεδιασμένοι βέβαια για έναν ορισμένο αριθμό επισκεπτών και μπορεί ανά πάσα στιγμή, αν ζοριστούν, να πάθουν βλάβη ή και να διαρραγούν. Έχομε παράδειγμα. Το προπέρσινο καλοκαίρι από κάποια λόξα τους –κανείς δεν έχει καταλάβει το πώς και το γιατί– αντί να στέλνουν τα λύματα νοτινά, όπου και η μονάδα, τα έστελναν βόρεια, προς την πολίχνη, με αποτέλεσμα να γεμίζουν τα σπίτια αποπατήματα, προανάκρουσμα ίσως αυτού που ακολούθησε σήμερα, 24 Αυγούστου του 2079 μ.Χ. – αλλά ποιος τότε έδωσε σημασία στα σημάδια;
Ανησυχούσε, λοιπόν, ο Π. μήπως κάποια μέρα τα περίπλοκα συστήματα αποκομιδής των λυμάτων από τα ξενοδοχεία, τα ενοικιαζόμενα δωμάτια, τις πανσιόν, τα στούντιο και τις εν κρυπτώ μοσχομισθωμένες βίλες των «επωνύμων», δεν λειτουργήσουν σωστά, πέσουν τα κόπρανα στη θάλασσα και τη μαγαρίσουν. Και τότε τι θα γινόταν ο τόπος χωρίς τις γαλάζιες αμμουδιές του;

Τελικά η συμφορά δεν ήρθε από τους αγωγούς των λυμάτων. Ήρθε απροσδόκητα από άλλους αγωγούς. Το φετεινό καλοκαίρι, ένα ανεξήγητο καπρίτσιο της φύσης, όπως άλλα παρόμοια στα οποία έχομε γίνει μάρτυρες τα τελευταία χρόνια, έκανε όλους τους κώλους να υποστούν μιαν πρωτοφανή μετάλλαξη. Με αστραπιαίο ρυθμό άρχισαν την αντίστροφη από εκείνη των κυττάρων λειτουργία, δηλαδή αντί να διχοτομούνται, να αναγεννιούνται και να πληθύνονται, άρχισαν να συνενώνονται, να γίνονται οι δύο ένας, οι δέκα πέντε, οι είκοσι δέκα, οι εκατό πενήντα, και πάει λέγοντας. Ώσπου οι εξήντα και βάλε χιλιάδες αφεδρώνες όλων των φυλών της γης στο νησί –γηγενείς, επήλυδες και περιστασιακοί, άτριχοι, τριχωτοί, ξανθοί μελαχρινοί έως μαύροι, εξωπέτακτοι ή πλακέ– έγιναν ένας πελώριος Κώλος στο μέγεθος της έκτασης του νησιού, δηλαδή ακριβώς ογδόντα πέντε κόμμα σαράντα οκτώ τετραγωνικά χιλιομέτρα, με πρωκτό της ίδιας διαμέτρου με τον κρατήρα του Βεζούβιου.
Ο κρατήρας, αφού πρώτα έβγαλε κάποιους προκαταρκτικούς, εκκωφαντικούς κρότους συνοδευόμενους από αέρια και αναθυμιάσεις που φλόμωσαν το νησί χειρότερα κι από την τσίκνα του βωμού των σκουπιδιών που καίει νύχτα-μέρα, άρχισε να αφοδεύει τα περιττώματα όλων αυτών των ανθρώπων ελικοειδώς και κυκλοτερώς. Μια τεράστια κουράδα έβγαινε αχνιστή από τον κρατήρα κι άρχισε να κουλουριάζεται τακτικά τακτικά πάνω στο νησί δημιουργώντας ομόκεντρους κύκλους, παράκυκλους και επίκυκλους. Ξεκίνησε από τη Χώρα, τις ακτές, τα βράχια και τις αμμουδιές με κατεύθυνση προς την ενδοχώρα ώσπου, ακολουθώντας τις δαντελωτές εσοχές στους κόλπους και τους κολπίσκους, εντός τριών ωρών σκέπασε απ’ άκρου εις άκρον το νησί, όπως η λάβα και η τέφρα την Πομπηία.
Απόμεινε ακάλυπτο ένα θαλάσσοδαρμένο βραχάκι βορεινά, όπου ο Π. κάθησε για να τραγουδήσει και πάλι τον σκοπό του τη συνοδεία της αιολικής άρπας του μελτεμιού. Έκλεισε με τον αντίχειρα και τον δείκτη του δεξιού χεριού τη μύτη να προστατευθεί από την αποφορά κι άρχισε να τραγουδά για να ξορκίσει το κακό. Τα κλειστά ρουθούνια αλλοίωναν βέβαια την κελαρυστή φωνή του που τώρα θύμιζε εγγαστρίμυθο. Ωστόσο τραγουδούσε. Μονάχος. Χωρίς ακροατήριο, αφού οι άλλοι ήταν θαμμένοι κάτω από τους τόννους των σκατών. Άλλωστε, και θαμμένοι να μην ήταν, πάλι μονάχος θα τραγουδούσε, όπως σ’ όλη του τη ζωή Περνούσε η ώρα κι αυτός τραγουδούσε το τραγούδι του που ήταν πένθιμο, γιατί ήτανε τραγούδι σκληρό
– από Αγάπη:

Απόψε είδα στ’ όνειρό μου
μια σκατούλα στο πλευρό μου
και χολομανώ και πρήσκω
και ξυπνώ και δεν την βρίσκω.
Και μαλώνω με τα ρούχα:
Πού είν’ η σκατούλα που ’χα;
[1]

24 Αυγούστου 2006
[1] Το σκατολογικό αυτό ασμάτιο κατάγραψε ο Λουδοβίκος Ρουσέλ στη Μύκονο το 1910-1911 (βλ. Louis Roussel, Contes de Mycono, Societé savante des sciences et des lettres, Léopol 1929, σ. 149) και απαγγέλλεται όπως η παιδική προσευχή «Πέφτω κάνω το σταυρό μου, / Άγγελό ’χω στο πλευρό μου…» Εκτίμησα ότι το εν λόγω ληρολόγημα είναι η μόνη αρμόζουσα ποιητική επένδυση στο lamentum για τη μεταμόρφωση και το λυκόφως ενός τόπου, όπου με αξιοσημείωτη φυσικότητα συναντιούνταν ανέκαθεν το profanum και το sacrum, ο λήρος και η υψηλή ποίηση, ο ίαμβος και ο τροχαίος, το serioso με το burlesco και το grottesco. Χολομανώ σημαίνει βέβαια εξοργίζομαι, θυμώνω, και πρήσκω, πρήζομαι, πάω να σκάσω. Η διήγηση είναι προδημοσίευση από το βιβλίο μου Λοξές ιστορίες που τελειώνουν με ερωτηματικό.
Π.Κ.
~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Σημείωση Όλα στα Κάρβουνα:
Το Σάββατο στις 9 το βράδυ ο Παναγιώτης Κουσαθανάς θα παρουσιάσει το φωτογραφικό λεύκωμα:
"ΜΥΚΟΝΟΣ, Θεόκλητος Τριανταφυλλίδης"
(1920-1976), Ελευθερουδάκης 2007 ,
από το οποίο δανειστήκαμε την παραπάνω φωτογραφία τραβηγμένη στον Γιαλό της Μυκόνου.
Την ίδια ώρα γίνεται beach-party στα Χουλάκια του Άι Γιώρη του Τραχήλη. Η συγκεκριμένη παραλία με τις γρανιτένιες κροκάλες, είναι ο ορισμός του φυσικού κάλλους και θα έπρεπε να ήταν απόλυτα και αυτονόητα προστατευμένη. Ο Παναγιώτης έδωσε κάποτε για την σωτηρία της τον προσωπικό του αγώνα. Όχι πως πέτυχε τίποτα, αλλά να, ήρθε σήμερα η αφορμή να τον θυμηθούμε. Κι αν ήτανε να πάω στο πάρτυ θα 'τανε για να διεκδικήσω τρία λεπτά χρόνο να διαβάσω από μικροφώνου τούτο το κείμενό του προς τους συνεορτάζοντες, παρμένο από το περιοδικό "Δέκατα", τεύχος 10, που κυκλοφορεί με ένα μικρό αφιέρωμα στο νησί της Μυκόνου.
Ο Παναγιώτης Κουσαθανά έχει συνδέσει όσο κανείς άλλος την πνευματική του δουλειά με το νησί. Είναι ο εκφραστής μιας άδολης άποψης που επιμένει να τσιγκλάει την ψυχή του νησιού που πάει και λουπάζει σ' όλο και πιο βαθειά κονάκια. Σημαίνει πολλά για μας σε εποχές που όλα συνηγορούν σε μια πομφόλυγα, ένα τίποτα, μια ευκολία, μια απροκάλυπτη προσπάθεια άλωσης, μια επικάλυψη με σοκολάτα, σαντιγί, κερασάκια, πυροτεχνήματα...

Labels:

Thursday, July 12, 2007

Πρώτη φορά περιαυτολογώ τόσο

Κυκλοφόρησε προ λίγων ημερών το περιοδικό Mykonos Confidential στο οποίο συμπεριλαμβάνεται η συνέντευξη που ακολουθεί. Την ανεβάζω εδώ, μιας και καλό είναι να διαβάζεται ολόκληρη, ώστε να μη χάνεται η ισορροπία και η "χάρη" της. Τουλάχιστον το ένα τρίτο της το οποίο και θεωρώ αναπόσπαστο και σημαντικό κόπηκε στο ...μάρμαρο. Εντελώς τυχαία πρόκειται για τα πιο ζουμερά κομμάτια της.

Ήρωες είναι εκείνοι που βλέπουν μπροστά, που δεν το βάζουν κάτω, που τους αναγνωρίζουν με καθυστέρηση τριάντα χρόνων. Αντιήρωες ουσιαστικά. Ο Ντίνος ο Τσάκος, ο αρχαιολόγος της δεκαετίας του ’60, είναι ένας τέτοιος. Του χρωστάμε την αμόλυντη εικόνα της Μυκόνου.

Ε.Φ.: Γεννημένος ή πολιτογραφημένος Μυκονιάτης;
Δ.Ρ.: Γεννημένος εδώ, στην ίδια γειτονιά, στην κρεβατοκάμαρα του πατρικού μου σπιτιού.

Έχετε παρατσούκλι; Ποιο και γιατί;
Όλοι έχουμε στη Μύκονο. Καρμπόνης ήταν το παρατσούκλι του παππού μου από τότε που δούλεψε στην Αμερική θερμαστής. Προκύπτει από το ιταλικό carbone που σημαίνει κάρβουνο. Ο πατέρας μου, ως βενιαμίν της οικογένειας, κατ’ αντιστοιχία είναι το Καρμπονάκι, που αποτελεί και οικογενειακό μας παρατσούκλι.

Η πρώτη ανάμνηση από το νησί;
Μια γυναίκα (η γιαγιά μου η Κατερνώ) μαγειρεύει στον μα’ειργιό με ξύλα, στην κορφή του Κούνουμπα.

Ποιον είχατε πρότυπο όταν είσαστε παιδί;
Το Μισοκωλάκι, ο ήρωας ενός μυκονιάτικου παραμυθιού.

Ποιοι είναι οι ήρωές σας στην πραγματική ζωή;
Εκείνοι που βλέπουν μπροστά, που οραματίζονται, που δεν το βάζουν κάτω, που τους αναγνωρίζουν όλοι με καθυστέρηση τριάντα χρόνων. Αντιήρωες ουσιαστικά. Ο Ντίνος ο Τσάκος, ο αρχαιολόγος της δεκαετίας του ‘60, είναι ένας τέτοιος. Του χρωστάμε την αμόλυντη εικόνα της Μυκόνου, την προστασία της από την υπερβολή και την αδηφαγία.

Πόσους μήνες το χρόνο ζείτε στο νησί;
Με κάποιες μικρές αποδράσεις, μένω όλο τον χρόνο εδώ.

Για ποιο λόγο αποφασίσατε να μείνετε στην Μύκονο;
Για τον ίδιο λόγο που αποφασίζει κανείς να μείνει σπίτι του.

Σε τι σας έχει επηρεάσει ότι ζήσατε και ζείτε στη Μύκονο;
Έχω την αίσθηση ότι κάπου όλα τελειώνουν κι ύστερα αρχίζει η θάλασσα.

Ποια είναι η μεγαλύτερη προσφορά σας στο νησί;
Νομίζω η έκδοση της εφημερίδας η Μυκονιάτικη. Επί δεκατρία χρόνια χτύπαγε καμπάνες, τώρα απλά επιβεβαιώνεται καθημερινά ο προφητικός της λόγος. Δυστυχώς επικράτησαν άλλες ισορροπίες και κάποια συμφέροντα, που σπρώχνουν προς άλλες κατευθύνσεις.

Πιστεύετε ότι η παρουσία σας έπαιξε ή παίζει ρόλο στην εξέλιξη ή την ιστορία του νησιού;
Κάποια περίοδο η συμμετοχή στα κοινά μιας ομάδας νέων ανθρώπων έβαλε τις βάσεις για την έκφραση μιας άλλης λογικής στην ανάπτυξη του τόπου. Τότε είχαμε τη δύναμη και την όρεξη να ανοίξουμε διαφορετικούς δρόμους. Μας κούρασε όμως η συνεχής αντιπαράθεση με μηχανισμούς και ανθρώπους που κινούνταν με προσωπικά ελατήρια κι ένας κόσμος αδιάφορος για το αύριο.

Έχετε προσφέρει ποτέ εθελοντικές υπηρεσίες στο νησί;
Μα μόνο εθελοντική μπορώ να αντιληφθώ την προσφορά στον τόπο μου.

Ποια είναι η μεγαλύτερη προσωπική σας επιτυχία μέχρι σήμερα;
Από χαρακτήρα δεν πιστώνω επιτυχίες. Η καθημερινότητα και η οικογένειά μου είναι πράγματα που μετράνε περισσότερο.

Ποιο είναι το πιο σημαντικό σας χαρακτηριστικό;
Είμαι κλασσικός «local hero». Εξάλλου έχω γράψει και βιβλίο για …χοίρους. Καλέ γιατί γελάτε;

Ποιο είναι εκείνο για το οποίο έχετε μετανιώσει περισσότερο;
Σπούδασα οικονομικά, ενώ θα έπρεπε να είχα σπουδάσει μαγειρική.

Αν είσαστε δήμαρχος Μυκόνου για μια μέρα, τι θα κάνατε ή θα αλλάζατε στο νησί;
Αυτή η ερώτηση δεν με αφορά. Ενημερώστε τις Δημοτικές Αρχές μήπως χαλαρώσουν και κοιμηθούν ήσυχοι απόψε.

Τι θα θέλατε να κάνατε για τη Μύκονο στο μέλλον;
Να της ξανάδινα την όψη ενός νησιού με ήρεμους ανθρώπους, με φυσιολογική καθημερινή ζωή, με ελεύθερες πλατείες και παραλίες χωρίς δάσος ομπρελών ως την άκρη του κύματος που ματώνουν την εύθραυστη αρμονία του τοπίου.

Τι δεν ξέρει ο κόσμος εδώ για σας;
Στις μικρές κοινότητες δεν μπορείς να κρύψεις τίποτα. Ιδιαίτερα όταν η ζωή σου είναι μέσα στον κόσμο. Αρθρογραφώ επί τριάντα χρόνια και μιλώ δημόσια για το νησί, άρα γνωρίζουν όλοι τις απόψεις και τα πιστεύω μου. Αλλά αν επιμένετε, νομίζω πως κανείς δεν ξέρει ότι στη βιβλιοθήκη μου μέτρησα χτες 380 βιβλία γενικότερου γαστρονομικού ενδιαφέροντος. Αυτό ούτε εγώ δεν το ήξερα.

Τι σας κάνει περήφανο εδώ στη Μύκονο;
Το γεγονός ότι οι Μυκονιάτες, παρά την επίθεση που έχουν υποστεί, παραμένουν ως έναν βαθμό άνθρωποι που φροντίζουν τον τόπο τους.

Ποιόν συντοπίτη σας θαυμάζετε περισσότερο και γιατί;
Έχει φύγει από τη ζωή. Την παραμονή των δημοτικών εκλογών του 1998, ήρθε νύχτα στο σπίτι μου για να μου δηλώσει με λυγμούς ότι δεν θα με ψηφίσει. Θα ψήφιζε εκείνον που του έδινε βαρελοτάκια το Πάσχα. Τον αγκάλιασα και του ζήτησα να κάνει ότι του λέει η καρδούλα του. Γιάννης Ρουσουνέλος το όνομά του, ένα παιδί που έπασχε από σύνδρομο Down. Μου έδωσε ένα μάθημα ειλικρίνειας και παλικαριάς.

Με ποια ιστορική φιγούρα του νησιού ταυτίζεστε περισσότερο;
Με την ιστορική φιγούρα του δημάρχου Χρήστου Βερώνη! Ταυτίζομαι μαζί του με την έννοια των ετερωνύμων που έλκονται. Μόνο που όταν πηγαίνω κοντά του εκείνος φεύγει.

Ποιος ή ποια ήταν η σημαντικότερη επιρροή στη ζωή σας μέχρι στιγμής;
Δεν θα μιλήσω για πρόσωπα, αλλά για μια περίοδο. Έφυγα από το σπίτι σε ηλικία 11 χρόνων. Έζησα ως τα 26 μόνος μου… γυμνάσιο στην Αναργύρειο των Σπετσών, Πανεπιστήμιο, Ναυτικό. Αυτό επηρέασε τη ζωή μου απολύτως. Κατ’ αρχάς δεν είχα κόντρες εφηβείας με το σπίτι, ύστερα έπρεπε να λύνω τα προβλήματά μου μόνος. Έμαθα να στηρίζομαι στην κοινωνικότητα των σχέσεων και σε καλά δομημένες φιλίες γύρω μου.

Ποια συμβουλή θα δίνατε σ’ ένα παιδί που μεγαλώνει στη Μύκονο;
Να σηκωθεί να φύγει και κάποτε να γυρίσει πίσω.

Τι συμβουλή θα δίνατε σε ένα νέο άνθρωπο που σκοπεύει να έρθει να ζήσει και να δουλέψει στο νησί;
Να κάνει τις επιλογές του νωρίς, αφού μελετήσει τον τόπο και ζυγίσει καλά τους ανθρώπους του.

Η ζωή σας στην Μύκονο ήταν οργανωμένο σχέδιο ή τυχαίο γεγονός;
Ακριβώς αυτό ήταν. Ένα τυχαίο γεγονός!

Τι θαυμάζετε περισσότερο στους Μυκονιάτες;
Μα ό,τι και στους …Αμοργιανούς, έχουν πιει πολλή θάλασσα ώσπου να μεγαλώσουν.

Τι αντιπαθείτε περισσότερο;
Όταν ακούω να μιλούν για την μοναδικότητα του τόπου, για τον ομφαλό του σύμπαντος που τους περιβάλλει.

Φέτος έκλεισε το Pierro’s… Ποια είναι η γνώμη σας;
Αμάν πια! Και τι έγινε; Έκλεισε μια επιχείρηση λόγω λήξης του συμβολαίου ενοικίασης. Ας πήγαιναν πιο πέρα αν ήθελαν. Αλλά έτσι κι αλλιώς το Pierro’s έχει προ πολλού κλείσει τον κύκλο του. Δεν πιστεύω ότι αντιπροσωπεύει τίποτα σήμερα πέραν του να φωτογραφίζονται μπροστά στην πόρτα του οι θρησκευάμενες κυρίες μετά το προσκύνημά τους στην Τήνο. Πάνε ύστερα πίσω στο χωριό κι έχουν να λένε: «Άστα μωρ’ Μπίλιω …Σόδομα και Γόμορα… φτου φτου φτου!»

Τι σας έχει απογοητεύσει περισσότερο εδώ;
Ο μόνιμος φόβος πολλών συμπολιτών μου, πως αν πούνε τα πράγματα με τ’ όνομά τους και διεκδικήσουν τ’ αυτονόητα, θα κάνουν ζημιά στον …τουρισμό. Μπορούν άνετα να καταπίνουν τη διοξίνη των σκουπιδιών που καίγονται κόβοντας μέρες και χρόνια από τη ζωή τους. Μπορούν να κάνουν σουρωτήρι το νησί με γεωτρήσεις. Μπορούν να μετρούν αλαφριά το νερό που πίνουν και τα προϊόντα που καταναλώνουν. Αδιαφορούν για την ποιότητα ζωής, για το αύριο, για τις κοινωνικές επιπλοκές ενός εξοντωτικού ωραρίου.

Ποιος είναι ο μεγαλύτερός σας φόβος για το νησί;
Ότι αυτό όλο θα τελειώσει άδοξα. Το Ζενίθ κατακτάται δύσκολα. Το Ναδίρ, το “ground zero”, η ισοπέδωση, ο πάτος, η πλήρης δηλαδή αλλοτρίωση του τόπου και των ανθρώπων του, καραδοκεί στη στροφή. Ο τουρισμός, ξέρετε, το ‘χει αυτό το χούι να διαφθείρει συνειδήσεις και όμορφους τόπους…

Ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα ή η μεγαλύτερη έλλειψη εδώ;
Η μη τήρηση του ωραρίου κοινής ησυχίας. Η απουσία ζωτικών ελεύθερων χώρων. Όλα τα καλύπτει η χλωρίδα των τραπεζοκαθισμάτων και της ξαπλώστρας. Η δυστυχία να είσαι γονιός με παιδί στο καροτσάκι και να θες να μπεις στην πόλη ή να θες να περπατήσεις μέχρι τη Μεγάλη Άμμο. Ο Μενουχίν πούλησε το σπίτι του γιατί δεν μπορούσε πια να περπατήσει μια απόσταση διακοσίων μέτρων.

Έχετε σκεφτεί ποτέ να φύγετε;
Έχετε να μου προτείνετε κάτι καλύτερο;

Ιδανικά που θα θέλατε να ζείτε;
Επιμένετε να ρωτάτε κι εγώ θα το πω περιγραφικά. Οπουδήποτε, αρκεί να είμαι κοντά σε αγαπημένους ανθρώπους κι έναν τόπο που να με συγκινεί.

Ποια είναι η μεγαλύτερη υπερβολή που έχετε κάνει στη Μύκονο;
Αυτή η συνέντευξη. Πρώτη μου φορά περιαυτολογώ τόσο.

Τι θα θέλατε να γνωρίζουν όλοι για την Μύκονο;
Ότι είναι ένα νησί στο οποίο ζουν άνθρωποι χειμώνα καλοκαίρι, που κοιμούνται κανονικά ωράρια, μεγαλώνουν παιδιά, ονειρεύονται, ερωτεύονται….

Τι θα θέλατε να αναγνωρίζουν όλοι για σας στη Μύκονο; (Για ποιο λόγο θα θέλατε να σας θυμούνται στη Μύκονο;)
Να με θυμούνται σαν άνθρωπο κανονικό.

Ποιος από τους διάσημους που κυκλοφόρησαν εδώ σας έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση; Γιατί;
Ο αρχιτέκτονας Άρης Κωνσταντινίδης, που δεν ξέρω αν καλύπτει τον όρο «διάσημος», αγάπησε πολύ τον τόπο, άφησε τη σφραγίδα του κι έγραψε εξαιρετικά κείμενα για τη Μύκονο.

Ποια διασημότητα γνωρίσατε από κοντά ή συνεργαστήκατε;
Τον Ηλία Μαμαλάκη, συνεργαστήκαμε στην εκπομπή «Μπουκιά και συχώριο», ένας εξαιρετικός άνθρωπος και καλός φίλος.

Ποιος ήταν ή είναι ο πιο ενδιαφέρων άνθρωπος που έχετε συναντήσει στο νησί;
Η Σοφία Θανοπούλου, η γνωστή «Μαρουλίνα»

Μυκονιάτης στην Αθήνα ή Αθηναίος στη Μύκονο;
Μυκονιάτης στη Μύκονο.

Ξέρετε, πάνω κάτω, πόσα σπίτια Αθηναίων υπάρχουν στο νησί;
Αμέτρητα είναι. Τα σπίτια των Αθηναίων είναι …τάματα. Κάποια στιγμή βρέθηκαν σε δύσκολη στιγμή της ζωής τους κι έτσι έκτισαν εδώ τα ησυχαστήριά τους. Κάθε βουνοκορφή και Αθηναίος στηλίτης, κάθε ακρογιαλιά και σκήτη, κάθε γωνιά και καυσοκάλυβο, ερημίτες, αποδημητικά πουλιά, που αλλάζουν τόπο κάθε δεκαπέντε χρόνια.

Πόσοι οικονομικοί μετανάστες ζουν εδώ;
Όλοι μαζί Ευρωπαίοι, Αμερικάνοι, Ασιάτες, Έλληνες…; Καμιά δεκαπενταριά χιλιάδες. Και λίγους λέω!

Το όνειρό σας για την ευτυχία;
Να κάνω κάθε χρόνο και καλύτερο κρασί και να το μοιράζομαι σε όμορφες στιγμές.

Πότε και που είναι η ευτυχέστερή σας στιγμή;
Στις τρεις του Μάρτη στα 1993 στο μαιευτήριο Μητέρα με μια επανάληψη στις 23 Οκτώβρη 2001 στον ίδιο τόπο!

Αν αρχίζατε από την αρχή την ζωή σας θα ακολουθούσατε την ίδια διαδρομή;
Αν ξαναγεννιόμουνα το 1957 το πιθανότερο ναι. Αν όμως γεννιόμουνα σήμερα, νομίζω θα είχα μια εντελώς διαφορετική πορεία.

Ποιο είναι το πολυτιμότερο απόκτημά σας που σας προσέφερε η Μύκονος;
Γυναίκα από τον τόπο μου -δώρο μάλλον παρά απόκτημα-, αλλά και από αλλού να ήμουνα δεν γλύτωνε!

Ποιο έθιμο της Μυκόνου είναι το αγαπημένο σας;
Το κλέψιμο των Μάηδων από τ’ αγόρια και η κατάθεσή τους στις αυλές των κοριτσιών.

Το αγαπημένο σας ταξίδι;
Ο γύρος του νησιού με στάση στο Τρα’ονήσι και στις Δήλες, με το καΐκι του Θοδωρή του Φούσκη.

Ποιο ήταν το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;
Η «Κριτική του γευστικού λόγου» του Επίκουρου, από τις εκδόσεις Κέδρος.

Ποια ήταν η πρώτη σας σκέψη σήμερα το πρωί;
Να μην ξεχάσω το ραντεβού με την Φέτση για τη συνέντευξη.

Η αγαπημένη σας φράση (motto):
Και η θάλασσα δεν πίνεται αλλά δοκιμάζεται!

Labels: ,

Tuesday, July 10, 2007

Ένα αριστοφανικό φασκέλωμα

Ήμουν κι εγώ εκεί.
Η αλήθεια είναι πως βρέθηκα σχεδόν από σπόντα μιας και συνέπεσε η άφιξή μου στην πρωτεύουσα για άλλο γεγονός. Όμως πήγα! Μια μονάδα... Χαλικάκι στην παραλία της πλατείας του Συντάγματος μέσα στη λάβρα του απομεσήμερου.Έφτασα νωρίς.
"Η πλατεία ήτανε άδεια... "
Κι από τουρίστες κι από μπάτσους κι από διαδηλωτές, άδεια. Στα δεντράκια της πλατείας, στον ελάχιστο ίσκιο που προσφέρει το φτωχό αστικό πράσινο, ζευγαράκια με laptops, σκυλιά ράθυμα, ένα πανό τυλιγμένο ρολό, μια υποψία πιτσιλιστής δροσιάς από το συντριβάνι.
Στο "Παναθήναιον" παράγγειλα μια κρύα σοκολάτα. Δίπλα το παλληκάρι ψήνει το κορίτσι για το αδιέξοδον του εγχειρήματος...
"με συνθήματα σκισμένα
σ' έναν έρωτα για σένα έχω χυθεί..."
Παρακολουθώ την αυξανόμενη κίνηση. Στέλνω μήνυμα σε μια φίλη μου. Άσχετο! Μου απαντά λίγο αργότερα. Σήμερα μόλις μαθαίνω πως ήταν στην άλλη μεριά της πλατείας. Εδώ ήρθαμε όλοι, ο καθένας μόνος του, ήταν μια διαφορετική διαδήλωση. Χωρίς συνθήματα στην ουσία. Χωρίς οργάνωση βεβαίως. Και κυρίως χωρίς αρχηγούς να μας βάλουν σε τάξη.
Ώρα 7 και μισή, η ζέστη ...ζέστη, το πλήθος αυξάνει... Ανέβηκα στο πάνω επίπεδο της πλατείας. Εκεί που ο "άγνωστος πολίτης" συναντά τον Άγνωστο Στρατιώτη. Πίσω μου οι μόνοι ίσως συντεταγμένοι διαδηλωτές της WWF σε σφυρίχτρες και κόρνες σε μια υποψία κραυγής. Από δίπλα τα παιδιά με τα ευφάνταστα στη συνθηματολογία τους πλακάτ, οι ποδηλάτες παραπέρα, η καρικατούρα της διαδήλωσης: η κοκκινοσκουφίτσα του λύκου! Κόσμος πολύς!
Γύρω μούτζες. Πολλές μούτζες. Μούτζες στο άπειρο... Στο πουθενά... Από παντού!
Ένα αριστοφανικό φασκέλωμα στο οποίο οφείλαμε τουλάχιστον μια καλύτερη σκηνοθεσία. Αντί να μουτζώνουμε το άδειο κτίριο της Βουλής κάθε φορά που είχαμε υποψία ανθρώπινης παρουσίας εκεί, να στρέφαμε ο ένας στον άλλο τις μούτζες μας, σε μια εκδήλωση ύψιστης αυτοκριτικής για το ελάχιστο που έχουμε όλοι μας προσφέρει στην καυτή πατάτα που λέγεται σωτηρία και προστασία της ομορφιάς που μας περιβάλλει. Κι αν είχαμε καρδιά και πίστη σε αυτό για το οποίο αφήσαμε τις κλιματιζόμενες καφετέριες και τα μπυρόνια, να ανταλάσσαμε όλη μέρα μούτζες με όλους. Παντού, σε όλους τους χώρους, και στα τηλέφωνα και στις απλές συναναστροφές της καθημερινότητάς μας, αδιάφορο αν είναι με τον περιπτερά στη γωνία, με τον οδηγό του λεωφορείου, τον γείτονα, τον αδελφό μας, τον άγνωστο που μας ζητά πληροφορία, τον εαυτό μας στον καθρέφτη... να δίναμε και να παίρναμε συνειδητά την ευθύνη που μας αναλογεί σε μούτζες.
Όρσε, μ@λάκα! Πάρ'τα να μη στα χρωστάω!
κ.ο.κ.
Σημείωση: Κάπως έτσι το έγραψε μια από μας κι εγώ το πήγα λίγο παραπέρα.
* Για τον τίτλο βλ. Νίκο Ξυδάκη στη σημερινή Καθημερινή: "Τηλεπικοινωνία των πολιτών"

Labels: ,

Sunday, July 08, 2007

Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο Σύνταγμα!

Κάποτε γύρισε κάποιος ενθουσιασμένος στο νησί από την πρωτεύουσα.
Τον άκουσα να λέει:
"Η Αθήνα; Υπάρχει πιο εύκολη πόλη από την Αθήνα; Όποιον δρόμο και να πάρεις σε βγάζει στο Σύνταγμα!"

Ακριβώς αυτό ήθελα σήμερα να πω:

Όλοι οι δρόμοι οδηγούν έξω από τη Βουλή, στο Σύνταγμα!

Θα είμαι κι εγώ εκεί, απόψε στις 7, γιατί όλο και κάτι κατέχουμε κι εμείς από ...κάρβουνα!

Labels:

Thursday, July 05, 2007

Τα κρινάκια της νάμμου

Ο Νίκος είναι παιδικός φίλος. Μεγαλύτερος λίγα χρόνια, αλλά παιδικός. Έτσι μπορεί να θυμάται πολύ καλύτερα από μένα και να αφιερώνει στα κρινάκια της άμμου ένα κείμενο σαν εκείνα που τον κράτησαν (σαν όπως άλλοτε τον Παύλο Παλαιολόγο του Βήματος) στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας "Η Μυκονιάτικη" επί δεκατρία χρόνια. Ο Νίκος Κουσαθανάς, ο χρονογράφος της "Μ" ξαναχτύπησε, κι αυτή τη φορά ισορροπεί για μια ακόμα φορά στην ακμή του ξυραφιού που χωρίζει το σήμερα από το βαθύ χτες.

Το εξαιρετικό δέκατο τεύχος του περιοδικού "(δε)κατα", όπου γράφουμε εκείνος, εγώ, ο σ. Λεον Τρότσκι κι άλλοι ήσσονος σημασίας (χα!) γραφιάδες, κυκλοφορεί, πολυσέλιδο, χορταστικό, καλοκαιρινό αφιερωμένο στο διήγημα και στη Μύκονο.
Τέτοια πράγματα. Τα είπαμε και προ ημερών...
Πάμε Νίκο λοιπόν. Τον αθεράπευτα ρομαντικό φαρμακοποιό που διημερεύει χειμώνα καλοκαίρι στην οδό Μητροπόλεως, "στο σπίτι" της Μέλπως Αξιώτη... στη Μύκονο βέβαια:

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Τα κρινάκια της νάμμου

Τώρα τελευταία αγαπάω να παίρνω το δρόμο πίσω από το γηπεδάκι του Κόρφου. Όσο προλαβαίνω ακόμα, γιατί και αυτό πιάσαν και το ασφαλτοστρώνουνε.
Διαστροφή κι αυτή! Να οδηγώ ένα μηχανάκι σ’ ένα χωματόδρομο ανώμαλο, πάντα με τον φόβο να πέσω, ίσα ίσα μήπως και καταφέρω απέναντι από την ψηλή μάντρα του γηπέδου, να βρω κανένα κρινάκι της νάμμου.
Αν το βρω, θα κατεβώ, θα πάω κοντά ευλαβικά, θα το μυρίσω-θάθελα να το προσκυνήσω-θα σταθώ για λίγο σα να κρατώ ενός λεπτού σιγή για όλη τη συνομοταξία του που θάφτηκε κάτω από τον πλαστικό χλοοτάπητα του γηπέδου, το τσιμέντο και τώρα τελευταία την άσφαλτο∙ μετά πικραμένος θα ξανανεβώ να φύγω. Κι εκείνη η μυρωδιά από εκείνο το ταπεινό λουλούδι σαν προυστικό «μαντλέν» θα αρχίσει να λειτουργεί σβήνοντας ό,τι βλέπω, ό,τι ακούω και ό,τι αισθάνομαι και θ’αρχίσει να μου παρουσιάζει, όλα τούτα τα θαμμένα στα βάθη τίνος ασυνείδητου ή συνειδητού, ποιός ξέρει!
Να θυμάμαι τούτο το γήπεδο με θίνες άμμου και τα κρινάκια βασιλιάδες, μιάς ακτής απέραντης, που θ’ανεβαίναμε σ’εκείνους τους αμμόλοφους, θα τα κόβαμε και θα τα προσφέραμε στην παιδικότητα μας και στην αφέλειά μας, που φύγανε για πάντα.
Αριστερά, το σπίτι της θάλασσας και η θεία η Μαριώ του Κόρφου, όπως τη λέγαμε για να την ξεχωρίζουμε από την άλλη του Πιάτ’ Γιαλού. Θά’χε, λοιπόν, εκείνη ένα χαμόγελο, σαν την ακτή και μιά φωνή, που τράβαγε το τελευταίο φωνήεν μέχρι να κάνει τη λέξη τραγούδι.
Και ήταν ένα σπίτι το «χωριό» της, η αυλή των θαυμάτων...με βαμμένα θαλασσιά τα ντουλαπάκια της, φωτογραφίες, πολλές φωτογραφίες, ναύτες μέσα σε καρδιές και γάμοι και ζωές ανθρώπων παγιδευμένες στο χαρτί. Η στάμνα της, μ’ένα σφουγγάρι για πώμα στη σταμνοθήκη, ένας θύσανος με μιά τσατσάρα καρφωμένη, το καθρεφτάκι το σπασμένο στην άκρη. Ξυπνητούρι δεν ήθελε, τί να το κάμει, είχε τον πετεινό άλλωστε∙ στη γωνιά, ο μαγικός μα(γ)ερειός με τα φρύανα και τα μαυρισμένα τσουκάλια.
Μας έβραζε γάλα και μας τό’βαζε μ’ αλάτι-δε μας άρεσε-αλλά κι αυτή η καταπιεσμένη κατάποση, τώρα όσο τη θυμάμαι με κάνει να κλαίω με κοντά μισόν αιώνα καθυστέρηση.
Ο μπάρμπας ο Γιώρης, ο άντρας της, θα κατέβαινε από το μουλάρι, θά’χε ένα καλαθάκι φτιαγμένο προσεκτικά∙ τα σταφύλια από κάτω, τα σύκα από πάνω, τα συκόφυλλα για καπάκι και λίγα καλαμάκια βαλμένα σταυρωτά για να κρατούνε τα συκόφυλλα μη τα πάρει ο αέρας κατά τη μετακίνηση.
Θά’μπαινε δειλά δειλά στο σπίτι του, αλλά και περήφανα όπως μπαίνουνε σήμερα οι επαρχιώτες στο «Ελ.Βενιζέλος». Θα μας έβλεπε με χαρά σαν πρωτευουσιανοφερμένους μουσαφίρηδες και θά’λεγε με στόμφο:
-Βρε, τι έχουμε’ δω!!
Ύστερα απ’όλα κείνα τα πρώτα, περί υγείας περί σχολειών και λοιπόν βαρετών, θά’μπαινε στο θέμα: Πώς η μάνα του φύτεψε μιά λεμονιά, όντως έφυγε φαντάρος κι όταν γύρισε απολυμένος, έπαιρνε πράμα λεμόνια για την κακαβιά της. Θα μας έλεγε για τη δεύτερη σέλα στον πισινό του... τόσα χρόνια στο ιππικό και πώς βρέθηκε σταλμένος στην Κριμαία να καταστείλει το «Μπολσεβίκικο». Και όταν τους μαντρώσανε και φωνάζανε οι άλλοι «Ρεπούμπλικα, ρεπούμπλικα», δεν καταλαβαίνανε γρι και βγάζανε τα καπέλα τους και τα πετούσανε στον αέρα. Πώς φτάσανε μέχρι το Εσκί Σεχίρ, και πώς ο Κωνσταντίνος έγινε κουμπάρος τους, γιατί του βαφτίσανε το παιδί.
Γινότανε το «χωριό» τεράστιο, γινότανε στρατόπεδο και μετά το παλάτι του Κωνσταντίνου, με τους φαντάρους στη σειρά να λένε το «Μπιστεύω» και να του βαφτίζουνε το παιδί σε μιά τεράστια κολυμπίθρα.
Μετά κολυμπούσαμε, κολυμπούσαμε σ’εκείνη τη μεγάλη θάλασσα και όσο μπορούσαμε απομακρυνόμαστε, όσο που να βλέπουμε τη θεία τη Μαριώ του Κόρφου, μιά σταλιά ν’ αγναντεύει ανήσυχη απ’τό βορνό παραθύρι και τον μπάρμπα να πολεμάει να ξεσαλώσει το μουλάρι του. Και όταν βγαίναμε, γινόμαστε ένα μ’εκείνη τη νάμμο, μέχρι που οι κόκκοι της άμμου νάρθουνε «ρινίσματα χρυσού», να στέξουν στο κοχύλι του αυτιού μας και στον ρινοδακρυϊκό μας πόρο. Μόνο η μύτη μας έπρεπε νά’ναι ελεύθερη, έτσι για να μυρίζουμε τα κρινάκια, που κ’ εκείνα δίπλα μας παίζανε με τις καράβες μας και τα φλασκιά που χρησιμοποιούσαμε για αυτοσχέδια σωσίβια.
Περάσαν τα χρόνια κ’ εμείς μπήκαμε στην εφηβεία με ζόρι, αφήκαμε μαλλιά μακριά, φορέσαμε καμπάνες και στον Κόρφο έγινε το πρώτο ελικοδρόμιο της Μυκόνου, με αερολιμενάρχη και τον Νικόλα φύλακα, που επειδή δεν είχανε σκύλο το βράδι, έκανε και χρέη σκύλου, γουγιάζοντας ολονυκτίς και ανησυχώντας τον μπάρμπα, τη θειά και τα κρινάκια.
Α! Τα κρινάκια πλακωμένα από το πρώτο τσιμέντο, σαν τους Τιτάνες και τους Γίγαντες κάτω από τους βράχους αυτού του ίδιου του νησιού.
Μετά έγινε το γήπεδο, κι αυτό εκεί αποφασίστηκε να γίνει - ο τοίχος του Βερολίνου- κ’ ύστερα ο τουρισμός.
Πόσο τον αγαπήσαμε και πόσο τον μισήσαμε, ούτε να το σκεφτούμε δεν μπορούμε, λες και πρόκειται για βλασφήμια.
Οι ανάγκες, η αφαλάτωση, οι δρόμοι, όλα στον Κόρφο, και η θεία η Μαριώ που πήγε γι’αλλού να πήζει ξινότυρα και να μετρά πόσες καθαρές πετσέτες χρειαζόνται ν’αλλάζουνε για να γίνει καλή η κοπανιστή. Μετά ο μπάρμπας ξεκίνησε κ’εκείνος πάντα με την απορία, τί ήταν εκείνη η «Ρεπούμπλικα» και αφού ήταν αιχμάλωτοι, πώς τους αφήκανε οπλισμένους οι Μπολσεβίκοι.
Όσο για τα κρινάκια, ένα ακόμα θύμα της προβέζας του τουρισμού, σιγά σιγά χανόντανε, δίνοντας τη θέση τους στο τσιμέντο, στην άσφαλτο και στην απληστία μας.
Τώρα...Ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί μου αρέσει τόσο, να παίρνω εκείνο το δρομάκι πίσω από την μάντρα του γηπέδου με κίνδυνο να πέσω.

Μύκονος 14/5/2007

Νίκος Γ. Κουσαθανάς

Labels: