Στις τρεις του Μάρτη από φέτος και κάθε χρόνο, θα εορτάζεται η Άλωση της πόλης του Μάρκου.
Την αποφράδα αυτή μέρα γίναμε ...κώλος λέμε!
"Για σένα ρούσα και ξανθιά,
τρελαιν'του κόσμου τα παιδιά,
...για σένανε, για σένανε,
κατηγορούν και μένανε.
Και με φωνάζουνε τρελό,
γιατί για σένα τραγουδώ... "
Το σημαίνον της αφισοκόλησης... Σηματάκι του ΚΚΕ αυτοκόλητο, υπογραμμίζει τα ματόκλαδα, αντιπαρατίθεται την κάρα του Αγίου Ιερομάρτυρος Αειθαλά...
'Ολα λάμπουν!
"Σαν τα λούλουδα του κάμπου...
μου ραγίζουν την καρδούλα βρε...."
Οδός Μελίνας Μερκούρη, δυο Στέλλες στην ίδια πόλη...
Εγκατάληψη και αναρχία... Στέλλα μου!
"Αλεξαντριανή μου γλάστρα με τα λούλουδά σου τ΄άσπρα
Αλεξαντριανέ μου αγέρα που φυσάς νύχτα και μέρα
Αλεξαντριανή μικρή μου η ζωή μου κι η ψυχή μου
Αλεξαντριανή φελάχα αχ την ομορφιά σου να'χα..."
Και ξεραΐλα καλή μου, πολλή ξεραΐλα... Και ποιος είπε πως:
"θα 'ρχόντουσαν πελάτες μου κορίτσια να 'χουν τρέλες
κι ο Βίλι Φριτς θα σκάρωνε αφράτους αργιλέδες
Η Γκρέτα Γκάρμπο μάγκα μου θ' ανάβει το τσιμπούκι
κι ο Ζακ Κιεπούρα στη γωνιά θα παίζει το μπουζούκι
ο Τζίμι Λόντος για νταής θα κάθεται στις τσίλιες
κι η Λίλιαν η Χάρβει θα διώχνει τις μπασκίνες..."

"Άιντε, από κάτω από (την αφίσα)(sic)
άιντε, κάθονται δυο πιτσιρίκια
Άιντε, και φουμάρουνε τσιγάρο
άιντε, το να πόδι απάνω στ'άλλο
Άιντε, από κάτω από τη μολόχα
βρε, είχαν το τσαρδί τους πρώτα
Βρε άιντε, είχαν και για παρεούλα
Βρε άιντε, μια μελαχροινή μικρούλα
Άιντε, πούντο-νάτο, βρε, πούντο-νάτο
βρε, στην αμυγδαλιά από κάτω
Βρε άιντε, και μαζεύουν αμυγδαλάκια
βρε, με τα δυο τους τα χεράκια"

Κι επειδή, ας μην ξεχνιώμαστε, είμαστε ένα blog αφιερωμένο εις την γαστρονομίαν... Ιδού και η γαστρονομική μας πινελιά:
"Είσ' αφράτη σα φραντζόλα
σαν το χάσικο ψωμάκι
όποιος σε κοιτάζει εσένα
τόνε ζώνουν οι καΰμοί
Αχ βρε κοπελλίτσα μου
όπου παω σε γυρεύω
άσπρη φραντζολίτσα μου
μέρα νύχτα σε ζητώ
Σαν κοιμούμαι βρε μικρό μου
στη γλυκειά σου την ποδιά
θέλω πάλι στο πλευρό μου
να σε νοιώσω μια βραδυά
Άσπρη κάτασπρη κοπέλλα
τον καημό σου δε βαστώ
μες στο σπίτι ξαναέλα
έλα και δεν νταγιαντώ".
Στις 3 του Μάρτη ήμουν κι εγώ εκεί (στη Σύρα). Ο Μάρκος Βαμβακάρης δεν ήταν εκεί.
Είδα τη Στέλλα (στις αφίσες) και πήγα για ύπνο απ' τις εννιά.
Τέτοια πίκρα!
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Συμπλήρωμα για κείνους που φωνάζουν απ' τη γαλαρία "κι άλλο κι άλλο!" (βλ. Μάνος Τσιλιμίδης "ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ. Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΓΚΑΣ. Ο ΣΤΕΛΙΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ". Εκδόσεις "Κάκτος" ):
"...Πηγαίναμε καμιά φορά και στη Μύκονο, στο «Σαλί-Μπαγλί» -μια ταβέρνα που σερβίριζε καραβίδες, κεφτέδες, πατάτες τηγανιτές και είχε πάντα ουζάκι, κρασί και παγωμένες μπύρες. Έψηνε ο Μάρκος τον ταβερνιάρη κι αυτός μας άφηνε και καθόμαστε σε μια γωνιά περιμένοντας να ξεμπουκάρουν οι εφοπλιστές και οι λεφτάδες από τα καΐκια και τα πλεούμενα, να έρθουν στην ταβέρνα να φάνε, να πιούνε και στο τέλος να μας παραγγείλουν να τους παίξουμε μουσική. Η Μύκονος ήταν πολύ χλιδάτη τότε, σήκωνε μόνο τους εφοπλιστές, τους βιομηχάνους κι αυτούς που είχανε τα χρυσοχοεία. Δεν ήταν, όπως κατάντησε τώρα, νησί για τους πολλούς. Τότε έβρισκες τα βράδια της Παρασκευής -ακόμα και το χειμώνα- τουλάχιστον πενήντα πανάκριβα κότερα αραγμένα στο λιμάνι. Και όλοι, -ιδιοκτήτες, φιλοξενούμενοι και πληρώματα- τρώγανε στο «Σαλί-Μπαγλί». Και στο ξεφάντωμά τους, καλούσανε τον Μάρκο να τους τραγουδήσει. Και ξηγιόντουσαν γενναιόδωρα τη χαρτούρα τους.
Στο κάθε νησί μέναμε αρκετές μέρες. Τις πρώτες πηγαίναμε αρκετά καλά, μετά όμως το θέμα χάλαγε και σταματούσε να έρχεται κόσμος να μας δει, μέναμε ρέστοι και πέφταμε στη λούμπα –διότι ή του ύψους ή του βάθους είναι η δουλειά του μουσικού. Ο πατέρας μου έπρεπε να μας ζήσει όλους εμάς και παράλληλα να βρει λεφτά να βάλει δόντια για να κλείσουν τα κενά στο στόμα του και να πάει λίγες μέρες στης Ικαρίας τα λουτρά μήπως και οι πηγές του ισιώσουν τα χέρια.
Από τα μαγαζιά πληρωνόμασταν ένα μηδαμινό ποσό ή μας δίνανε μια μακαρονάδα και την τρώγαμε. Τις πιο πολλές φορές έπρεπε να μας αρκεί η τιμή που μας κάνανε να μας αφήσουν να παίξουμε για τους πελάτες τους και να μαζέψουμε τη χαρτούρα. Οι ταβερνιάρηδες βγάζανε πολλά απ’ τα κρασιά και τις μπύρες. Ο Μάρκος τους γέμιζε τις καρέκλες, αλλά εκείνοι δεν του το αναγνωρίζανε όπως έπρεπε και δεν του δίνανε το ανάλογο πριμ.
Μόλις όμως πάταγε ο Μάρκος το πόδι του στη Σύρα, γινότανε χαμός. Με το που κατέβαινε απ’ το καΐκι, τον παραλάμβανε ένας αδελφικός του φίλος –ο Αρτέμης ο νερουλάς με το γάιδαρο και τη σούστα του. Η Σύρα είναι βράχος, ο Αρτέμης φόρτωνε με νερό το κάρο και ο γάιδαρος το ανέβαζε ως την κορφή. Είχε πάντοτε κι ένα γραμμόφωνο μαζί του ο Αρτέμης –σα να λέμε: Κάρο με στερεοφωνικό. Πούλαγε πόρτα-πόρτα το νερό και κάθε τόσο ξανακούρδιζε το γραμμόφωνο και έβαζε συνέχεια τον ίδιο δίσκο απ’ την αρχή:
«…Σκύλα μ’ έκανες και λιώνω
μες στη σκοτεινιά με πόνο.
Σκύλα μ’ έκανες ρεζίλι
στον πασά και στο βεζίρη.
Σκύλα μ’ έκανες κομμάτια
με τα δυό σου μαύρα μάτια…»
-είχε ψύχωση μ’ αυτό τραγούδι του Μάρκου. Το άκουγε, το ξανάκουγε, μερακλωνόταν στο απροχώρητο, παράταγε τα νερά και τα κανάτια και χόρευε ζεϊμπέκικο μπροστά στων νοικοκυραίων τις πόρτες.
[...]και στο τέλος μας δίνανε καφάσια με σταφύλια και με μήλα, τελάρα με αυγά, τσουβάλια με πατάτες, κεφάλια τυριά, ντομάτες, σακιά με πεπόνια, καρπούζια, σύκα ξερά, κουτιά με κυνηγόσκυλα, κλουβιά με γαλιάντρες, με λούγαρα, με φανέτα και καρδερινοκάναρα –μας φορτώνανε δώρα.
...
Σίγουρα η γαλιάντρα Στέλλα δεν πληρώθηκε με ζαρζαβατικά, ούτε με λούγαρα, ούτε...
Labels: παραμιλητά