«…έπρεπε ν’ ανακαλέσω μιαν ύστατη κατάσταση, όπου ο ερωτισμός, έχοντας γίνει αμάρτημα, δυσκολεύεται να επιβιώσει ενός κόσμου που αγνοεί πλέον το αμάρτημα».
Ο ερωτισμός, Ζωρζ Μπατάιγ, εκδ. Ίνδικτος
Τον είδα που ανέβαινε το Ματογιάννι με την πρεσβυτέρα του, ανάμεσα στο κύμα της ανόδου. Πίσω του και μπρος και γύρω, πλήθος οπλισμένων τεχνολογία εικόνας, Ισπανοί κυρίως και Ιταλοί. Κρουαζιερίσιοι βιαστικοί, εν πλήρει εξαρτήσει κι όλα τα αξεσουάρ τα πρέποντα: γυαλιά, παπούτσι χαμηλό, αθλητικό κυρίως, σαφάρι λουκ στο ρούχο με άπειρες άχρηστες τσέπες στα γελέκα, καπέλο, καρτελάκι στο στήθος με τ’ όνομα του βαποριού, αμερικανάκια της Ευρώπης και της πέραν του Ατλαντικού στεριάς, φοβισμένα. Ούτε να χαρούν, ούτε να ξοδέψουν, ούτε ν’ αλλάξουν ρότα πέραν της πεπατημένης και καθ’ υπόδειξιν σχεδιασμένης επί φωτοτυπίας χάρτου…
Αφήνουμε τα μαγιάτικα προσώρας και πάμε για πουρνάρια,
ενώ προβάλει το ερώτημα:
Άραγε αν ζούσε ο κυρ-Αλέξανδρος ποια θα 'τανε τα λόγια...
Εκείνος ξεχώριζε! Δεν ήταν η ένδυση. Ήταν η φυσιογνωμία. Και δεν ήταν μόνος. Ένας ιερωμένος ανέβαινε προχτές το Ματογιάννι. Νεαρός! Θα ‘τανε, δε θα ‘τανε τριάντα χρονών. Στο πλάι του λιανή, ψηλή, λυγερή η παπαδιά του. «Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια…» μακριά ψαρά μαλλιά. Φούστα ως τον αστράγαλο, με κόκκινες ρίγες οριζόντια κεντημένες, που της έδιναν αίσθηση παραδοσιακής φορεσιάς κι όμως δεν ήταν.
Μια Μαγδαληνή στο Ματογιάννι…
Μια ομορφιά!
Διάλεξαν και μπήκαν στο δικό μου μαγαζί. Έπιασε ο ιερέας γαλάζιο κεραμικό κουπάκι με τα δυο του χέρια. Κοίταξε να δει την τιμή. Όλοι το σηκώνουν μ’ ένα χέρι και κάποιοι σου ζητάνε να το σηκώσεις εσύ. Εκείνος το ‘πιασε με τα δυο. Σαν όπως έκανε πάντα. Να μεταλάβει μου φάνηκε πως προσπάθησε πρώτος: «Τούτο εστί το αίμα μου», σα να ‘πε…
Μίλησε ελληνικά, έλληνας δεν ήταν. Ορθόδοξα ελληνικά, του Ευαγγελίου, να κάτι σαν:
-Το τάσι αυτό παρακαλώ, ειπέτε μου, πόσον τιμάται;
Πίσω στην πλάτη, χιαστί περασμένος, δερμάτινος ντορβάς. Στο ένα του λουρί δεμένη κόμπο η άκρη μαντηλιού. Λευκό με μαύρο. Της επανάστασης ή της Ανάστασης, των μαχητών, της ιντιφάντα, του Χριστού και του Προφήτη.
Είπα τιμή, ενώ δεν ήθελα. Να το προσφέρω είχα επιθυμία. Και να ‘τανε χρόνια αργότερα να το ξανάβρισκα σε χρήση, σε τόπο ιερό στη Δαμασκό, στην Ταρσό, στην Αντιόχεια. Να ζήταγα του ιερέα μετάνοια, αφού του εξομολογιόμουν την αμαρτία, πως πονηρά έκλεψα στα τέλη του Μάη στα 2007, με το μάτι μου ένα δικό του άγγιγμα ερωτικό. Τότε που έσφιξε της πρεσβυτέρας το αδύνατο χέρι, με τα λευκά δάχτυλα από τον Γκρέκο θαρρείς πλασμένα, μες στο δικό του.
Ύστερα έστριψε το Ματογιάννι. Κατέβηκε την Ενόπλων Δυνάμεων που οδηγεί στα Τρία Πηγάδια, όπου κανείς πλέον δεν νίπτει ανομήματα, μόνο την όψη των πραγμάτων σε digital συσκευές. Θα κοινωνούσα τότε, σαν όπως πρόπερσι στο Τρα’ονήσι, πρώτη φορά ύστερα από 38 χρόνια, με αυτογνωσία. Γιατί αξίζει κανείς να κοινωνεί χαρά, τις λίγες φορές, που νοιώθει μέσα του συγκλονισμένος, άλλοτε με μια λέξη σ’ έναν τόπο μαγικό κι άλλοτε εκεί που τη μνήμη τσιγκλάει ένα ερωτικό άγγιγμα πρωτοφανέρωτο.
Ξαναπιάνω τον Μπατάιγ:
«…η απαγόρευση της σεξουαλικότητας, άκρα συνέπεια της οποίας είναι ο θρήσκος, δημιουργεί με τον πειρασμό μιαν αφύσικη κατάσταση όπου όμως το νόημα του ερωτισμού είναι επακριβές παρά αλλοιωμένο. Αν είναι παράδοξο να συγκρίνουμε τον θρήσκο με την γαμήλια –και δηλητηριώδη- πτήση του κηφήνα, ο θάνατος σε αμφότερες τις περιπτώσεις είναι κοινός, και μπορώ να πω για τον θρήσκο που δοκιμάζεται από τον πειρασμό ότι είναι οξυδερκής κηφήνας, που γνωρίζει ότι ο θάνατος θα ακολουθήσει την ικανοποίηση της επιθυμίας του».
Κι αναρωτιέμαι, αν ζούσε ο γέρο-Αλέξανδρος κι αν ήταν κοινωνός της ίδιας αυτής εικόνας που φώτισε τη μέρα μου προχτές στο Ματογιάννι, με τι λόγια θα μαστόρευε την ιστορία.
Σημείωση:
Η σκηνή συνέβη προχτές, παραμονή του Αγίου Πνεύματος.
Χτες βράδυ πήρε τ’ αυτί μου για μια ακόμα φορά τον Χριστόδουλο να επιτίθεται στον Συνασπισμό.
Καλημέρα!
Σήμερα λέω να μη παρασυρθώ...